Anonymous

τριβάρβαρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐβάρβᾰρος''': -ον, τρὶς [[βάρβαρος]], Ἰλλυρὶς καὶ [[τριβάρβαρος]] Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.
|lstext='''τρῐβάρβᾰρος''': -ον, τρὶς [[βάρβαρος]], Ἰλλυρὶς καὶ [[τριβάρβαρος]] Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />(trois fois <i>càd</i>) tout à fait barbare.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[βάρβαρος]].
}}
}}