Anonymous

ἐπαναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαναστρέφω''': ἀμετάβ., στρέφομαι [[ἐναντίον]] τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· [[ἐπανέρχομαι]], ἐπαναστρέψας Θουκ. 4. 130· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., στρέφομαι [[ὅπως]] τεθῶ κατά τινος, ἀλλ’ ἀμύνου κἀπαναστρέφου [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 244· ἐπαναστρεφομένοις τοῖς πολεμίοις ἐμπίπτειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 25. ΙΙ. Παθητ., [[προσέτι]], [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316.
|lstext='''ἐπαναστρέφω''': ἀμετάβ., στρέφομαι [[ἐναντίον]] τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· [[ἐπανέρχομαι]], ἐπαναστρέψας Θουκ. 4. 130· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., στρέφομαι [[ὅπως]] τεθῶ κατά τινος, ἀλλ’ ἀμύνου κἀπαναστρέφου [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 244· ἐπαναστρεφομένοις τοῖς πολεμίοις ἐμπίπτειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 25. ΙΙ. Παθητ., [[προσέτι]], [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se retourner sur <i>ou</i> vers, faire volte-face;<br /><b>2</b> faire volte-face pour résister;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαναστρέφομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> revenir à la surface en se retournant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναστρέφω]].
}}
}}