Anonymous

παραφρονέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραφρονέω''': ([[παράφρων]]) εἶμαι ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], Ἡρόδ. 1. 109 (πρβλ. [[μαίνομαι]]), 3. 34, 35, Ἱππ. Προγν. 39, Αἰσχύλ. Θήβ. 806, Σοφ. Φιλ. 815, Ἀριστοφ. Νεφ. 844, Ἀντιφῶν 117. 17, κτλ.· ποιητ. παραιφρ-, Θεόκρ. 25. 262.
|lstext='''παραφρονέω''': ([[παράφρων]]) εἶμαι ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], Ἡρόδ. 1. 109 (πρβλ. [[μαίνομαι]]), 3. 34, 35, Ἱππ. Προγν. 39, Αἰσχύλ. Θήβ. 806, Σοφ. Φιλ. 815, Ἀριστοφ. Νεφ. 844, Ἀντιφῶν 117. 17, κτλ.· ποιητ. παραιφρ-, Θεόκρ. 25. 262.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être hors de son bon sens, déraisonner, être fou.<br />'''Étymologie:''' [[παράφρων]].
}}
}}