Anonymous

φιλοπρωτεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοπρωτεύω''': ἐπιθυμῶ ἢ [[ἀγωνίζομαι]] νὰ εἶμαι πρῶτος, Ἐπιστολ. Ἰω. Γ΄, 9, Ἐκκλ.
|lstext='''φῐλοπρωτεύω''': ἐπιθυμῶ ἢ [[ἀγωνίζομαι]] νὰ εἶμαι πρῶτος, Ἐπιστολ. Ἰω. Γ΄, 9, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=aimer à primer, ambitionner la prééminence sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[φιλόπρωτος]].
}}
}}