3,273,192
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόβᾰτον''': τό, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πρόβατα, ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Πλάτ. Εὐθύδ. 302Α, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 5, κτλ.)· ἑτερόκλ. δοτικ. πρόβασι, Ἀρκάδ. 138, «πρόβασι· βοσκήμασι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ― [[κυρίως]], πᾶν τὸ βαδίζον ἢ βαῖνον πρὸς τὰ ἐμπρὸς (πᾶν ὅ,τι προβαίνει), ἐν χρήσει (παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Δωριεῦσιν) ἐπὶ παντὸς τετραπόδου βοσκήματος, Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Σιμωνίδ. 249· ἐπὶ ἵππων, Ἡρόδ. 4. 61, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 182-3· παρ’ Ὁμήρῳ [[καθόλου]], ἐπὶ βοσκημάτων, ποιμνίων τε καὶ ἀγελῶν, Ἰλ. Ξ. 124, Ψ. 550, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556, Ἡρόδ. 1. 203· ἀντίθετον τῷ ἄνθρωποι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 571· τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρὰ βοσκήματα, δηλ. πρόβατα καὶ αἶγες, «γιδοπρόβατα», Ἡρόδ. 1. 133., 8. 137· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ([[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Τραγικ.) σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προβάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 714, Θουκ. 2. 14, κτλ.· [[ὥσπερ]] [[πρόβατον]], βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖνος ἔνθ’ ἀνωτ.: ― [[καθόλου]], ἐσφαγμένα ζῷα [[εἴτε]] πρὸς θυσίας, Λατ. victimae, Ἡρόδ. 6. 56· [[εἴτε]] πρὸς τροφήν, ὁ αὐτ. 1. 207· πρβλ. Ἀντιφῶντα 133. 2. 2) παροιμ., ἐπὶ νωθρῶν καὶ ὀκνηρῶν ἀνθρώπων, ἢ κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἐπὶ τῶν μωρῶν καὶ ἀνοήτων», ἀριθμός, πρόβατ’ ἄλλως Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, πρβλ. Σφ. 32· [[οὕτως]], προβατίου [[βίος]], δηλ. [[βίος]] [[ὀκνηρός]], [[ἀργός]], Ἀριστοφ. Πλ. 922· καὶ παρὰ Σώφρονι 96 Ahr. εὑρίσκομεν κωμικὸν συγκριτ., προβάτου προβάτερον, μωρότερον προβάτου· [[ὡσαύτως]], τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ [[δεῖν]] κατακόπτειν Δημ. 782. 15· [[λέων]] ἐν προβάτοις Πλουτ. Κλεομ. 33, πρβλ. Πολύβ. 5. 35, 13. ΙΙ. [[ὄνομα]] θαλασσίου ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 146, Αἰλ. π. Ζ. 9. 38. | |lstext='''πρόβᾰτον''': τό, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πρόβατα, ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Πλάτ. Εὐθύδ. 302Α, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 5, κτλ.)· ἑτερόκλ. δοτικ. πρόβασι, Ἀρκάδ. 138, «πρόβασι· βοσκήμασι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ― [[κυρίως]], πᾶν τὸ βαδίζον ἢ βαῖνον πρὸς τὰ ἐμπρὸς (πᾶν ὅ,τι προβαίνει), ἐν χρήσει (παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Δωριεῦσιν) ἐπὶ παντὸς τετραπόδου βοσκήματος, Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Σιμωνίδ. 249· ἐπὶ ἵππων, Ἡρόδ. 4. 61, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 182-3· παρ’ Ὁμήρῳ [[καθόλου]], ἐπὶ βοσκημάτων, ποιμνίων τε καὶ ἀγελῶν, Ἰλ. Ξ. 124, Ψ. 550, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556, Ἡρόδ. 1. 203· ἀντίθετον τῷ ἄνθρωποι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 571· τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρὰ βοσκήματα, δηλ. πρόβατα καὶ αἶγες, «γιδοπρόβατα», Ἡρόδ. 1. 133., 8. 137· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ([[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Τραγικ.) σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προβάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 714, Θουκ. 2. 14, κτλ.· [[ὥσπερ]] [[πρόβατον]], βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖνος ἔνθ’ ἀνωτ.: ― [[καθόλου]], ἐσφαγμένα ζῷα [[εἴτε]] πρὸς θυσίας, Λατ. victimae, Ἡρόδ. 6. 56· [[εἴτε]] πρὸς τροφήν, ὁ αὐτ. 1. 207· πρβλ. Ἀντιφῶντα 133. 2. 2) παροιμ., ἐπὶ νωθρῶν καὶ ὀκνηρῶν ἀνθρώπων, ἢ κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἐπὶ τῶν μωρῶν καὶ ἀνοήτων», ἀριθμός, πρόβατ’ ἄλλως Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, πρβλ. Σφ. 32· [[οὕτως]], προβατίου [[βίος]], δηλ. [[βίος]] [[ὀκνηρός]], [[ἀργός]], Ἀριστοφ. Πλ. 922· καὶ παρὰ Σώφρονι 96 Ahr. εὑρίσκομεν κωμικὸν συγκριτ., προβάτου προβάτερον, μωρότερον προβάτου· [[ὡσαύτως]], τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ [[δεῖν]] κατακόπτειν Δημ. 782. 15· [[λέων]] ἐν προβάτοις Πλουτ. Κλεομ. 33, πρβλ. Πολύβ. 5. 35, 13. ΙΙ. [[ὄνομα]] θαλασσίου ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 146, Αἰλ. π. Ζ. 9. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>dat. plur.</i> [[πρόβασι]];<br /><b>I.</b> animal à quatre pieds, <i>p. opp. à ceux qui volent, rampent ou nagent, d’où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> bête apprivoisée ; bétail, troupeau de bétail;<br /><b>2</b> <i>d’ord. en parl. d’animaux de</i> petit bétail (brebis, chèvres) ; <i>particul.</i> brebis, moutons;<br /><b>II.</b> sorte de poisson de mer.<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]]. | |||
}} | }} |