3,274,447
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποκόπτω]] ὡς καὶ νῦν, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ πλεῖστον ἐπὶ μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κάρη ἀπέκοψε Ἰλ. Λ. 261· ἀπό τ’ αὐχένα κόψας [[αὐτόθι]] 146, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, χεῖρας ἀπ. Ἡρόδ. 6. 91 κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[νηῶν]] ἀποκόψειν [[ἄκρα]] κόρυμβα Ἰλ. Ι. 241· ἀπὸ πείσματ’ ἔκoψα [[νεὸς]] Ὀδ. Κ. 127· ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον, ἀπέκοψε καὶ ἀφῆκεν ἐλεύθερον τὸν παρατρέχοντα ἵππον, Ἰλ. Π. 474: - Παθ., ἀποκεκόψονται, ἐπὶ [[καλύκων]] ἢ ὀφθαλμῶν φυτοῦ, θὰ ἀποκοπῶσιν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1125· ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα Ἡρόδ. 6. 114· ἀπ. τὰ γεννητικά, ἐπὶ εὐνούχων, Φίλων 1. 89· καὶ [[οὕτως]], ἀπολύτ., Λουκ. Εὐν. 8· καὶ κατὰ μέσ. τύπον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 19. 2) μεταφ., ἀπ. ἐλπίδα, ἔλεον, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1272, Πολύβ. 3. 63, 8, Διόδ. 13. 23· ἀπ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης, ἀποφασίζω [[ἐσπευσμένως]], Ἀλκίφρ. 1. 8. ΙΙ. παρὰ Ξεν., ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου, [[ἀποδιώκω]] βιαίως ἀπὸ ἰσχυρᾶς θέσεως, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀν. 3. 4, 39., 4. 2, 10· πρβλ. [[ἀποκρούω]]. ΙΙΙ. Μέσ. κτυπῶ, πλήττω τὸ [[στῆθος]] ἐν θρήνοις, κόπτομαι, μετ’ αἰτ., θρηνῶ τινα, νεκρὸν Εὐρ. Τρῳ. 623· πρβλ. [[κόπτω]] ΙΙ. 2) παύομαι λέγων, τελειώνω τὸν λόγον, ἀλλὰ δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6: - Παθ., ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνὴ Πλουτ. Δημοσθ. 25. 3) παρὰ γραμμ. παθ. [[πάσχω]] ἀποκοπὴν Εὐστ. 487. 10. | |lstext='''ἀποκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποκόπτω]] ὡς καὶ νῦν, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ πλεῖστον ἐπὶ μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κάρη ἀπέκοψε Ἰλ. Λ. 261· ἀπό τ’ αὐχένα κόψας [[αὐτόθι]] 146, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, χεῖρας ἀπ. Ἡρόδ. 6. 91 κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[νηῶν]] ἀποκόψειν [[ἄκρα]] κόρυμβα Ἰλ. Ι. 241· ἀπὸ πείσματ’ ἔκoψα [[νεὸς]] Ὀδ. Κ. 127· ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον, ἀπέκοψε καὶ ἀφῆκεν ἐλεύθερον τὸν παρατρέχοντα ἵππον, Ἰλ. Π. 474: - Παθ., ἀποκεκόψονται, ἐπὶ [[καλύκων]] ἢ ὀφθαλμῶν φυτοῦ, θὰ ἀποκοπῶσιν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1125· ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα Ἡρόδ. 6. 114· ἀπ. τὰ γεννητικά, ἐπὶ εὐνούχων, Φίλων 1. 89· καὶ [[οὕτως]], ἀπολύτ., Λουκ. Εὐν. 8· καὶ κατὰ μέσ. τύπον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 19. 2) μεταφ., ἀπ. ἐλπίδα, ἔλεον, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1272, Πολύβ. 3. 63, 8, Διόδ. 13. 23· ἀπ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης, ἀποφασίζω [[ἐσπευσμένως]], Ἀλκίφρ. 1. 8. ΙΙ. παρὰ Ξεν., ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου, [[ἀποδιώκω]] βιαίως ἀπὸ ἰσχυρᾶς θέσεως, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀν. 3. 4, 39., 4. 2, 10· πρβλ. [[ἀποκρούω]]. ΙΙΙ. Μέσ. κτυπῶ, πλήττω τὸ [[στῆθος]] ἐν θρήνοις, κόπτομαι, μετ’ αἰτ., θρηνῶ τινα, νεκρὸν Εὐρ. Τρῳ. 623· πρβλ. [[κόπτω]] ΙΙ. 2) παύομαι λέγων, τελειώνω τὸν λόγον, ἀλλὰ δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6: - Παθ., ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνὴ Πλουτ. Δημοσθ. 25. 3) παρὰ γραμμ. παθ. [[πάσχω]] ἀποκοπὴν Εὐστ. 487. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=détacher en coupant, couper : [[κάρη]] IL, αὐχένα IL, χεῖρας HDT couper la tête, le cou, les mains ; γεφύραν PLUT couper un pont ; <i>p. anal. ou fig.</i> ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου XÉN couper qqn d’un lieu (un corps de troupes d’une place forte, <i>etc.</i>) ; ἀποκεκομμένης [[αὐτῷ]] τῆς φωνῆς PLUT la voix s’étant arrêtée dans son gosier ; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος PLUT voir son espérance brisée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |