Anonymous

κόλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόλος''': -ον, [[βραχύς]], «[[κοντός]]», Λατ. curtus, [[κόλον]] [[δόρυ]] Ἰλ. Π. 117· ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ [[κολοβός]], ἔχων βραχέα κέρατα ἢ [[ἄνευ]] κεράτων, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Ἡρόδ. 4. 29, πρβλ. 2. 46 ([[ἔνθα]] ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι ὁ Schäf. διώρθωσεν οἱ κόλοι)· [[οὕτως]], ὦ κόλε, ἀποτεινόμενον εἰς τράγον, Θεόκρ. 8. 51· ἐπὶ τοῦ κεράστου, Νικ. Θηρ. 260· ― ἐν Στράβ. 312, [[κόλος]] [[εἶναι]] [[ζῷον]] τῆς Ταυρικῆς, τετράπουν [[λευκόν]], μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ [[μέγεθος]], ὀξύτερον τούτων εἰς τὸ τρέχειν, [[πῖνον]] διὰ τῶν ῥωθώνων καὶ ταμιεῦον [[ὕδωρ]] ἐν τῇ κεφαλῇ, [[ἴσως]] [[εἶδος]] τράγου [[ἄνευ]] κεράτων, «[[κόλον]]... μέγαν τράγον κέρατα οὐκ ἔχοντα» Ἡσύχ.· πρβλ. [[αἰπόλος]]. 2) [[κόλος]] [[μάχη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κολοβομάχη]]. (Ἐντεῦθεν κολοβὸς (δηλ. κολοϝός, ὡς τὸ ὁλοϝός, salv-us), κολούω· πιθανῶς [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ [[κολάζω]].)
|lstext='''κόλος''': -ον, [[βραχύς]], «[[κοντός]]», Λατ. curtus, [[κόλον]] [[δόρυ]] Ἰλ. Π. 117· ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ [[κολοβός]], ἔχων βραχέα κέρατα ἢ [[ἄνευ]] κεράτων, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Ἡρόδ. 4. 29, πρβλ. 2. 46 ([[ἔνθα]] ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι ὁ Schäf. διώρθωσεν οἱ κόλοι)· [[οὕτως]], ὦ κόλε, ἀποτεινόμενον εἰς τράγον, Θεόκρ. 8. 51· ἐπὶ τοῦ κεράστου, Νικ. Θηρ. 260· ― ἐν Στράβ. 312, [[κόλος]] [[εἶναι]] [[ζῷον]] τῆς Ταυρικῆς, τετράπουν [[λευκόν]], μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ [[μέγεθος]], ὀξύτερον τούτων εἰς τὸ τρέχειν, [[πῖνον]] διὰ τῶν ῥωθώνων καὶ ταμιεῦον [[ὕδωρ]] ἐν τῇ κεφαλῇ, [[ἴσως]] [[εἶδος]] τράγου [[ἄνευ]] κεράτων, «[[κόλον]]... μέγαν τράγον κέρατα οὐκ ἔχοντα» Ἡσύχ.· πρβλ. [[αἰπόλος]]. 2) [[κόλος]] [[μάχη]], ἴδε ἐν λέξ. [[κολοβομάχη]]. (Ἐντεῦθεν κολοβὸς (δηλ. κολοϝός, ὡς τὸ ὁλοϝός, salv-us), κολούω· πιθανῶς [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ [[κολάζω]].)
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tronqué, écourté;<br /><b>2</b> aux cornes écourtées <i>ou</i> sans cornes.<br />'''Étymologie:''' DELG parallèles slaves pour ce mot techn.
}}
}}