Anonymous

ἧπαρ: Difference between revisions

From LSJ
392 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἧπαρ''': ᾰτος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ συκῶτι, Ὅμ. κλπ.˙ τὸ [[ἧπαρ]] πολλῶν ζῴων ἦτο ἐν Ἀθήναις ἐκ τῶν ἀγαπητῶν ἐδεσμάτων, κάπρου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302, κτλ.˙ καπρίσκου Κρωβυλ. Ψευδ. 2˙ ἐρίφου Εὔφρ. Ἀδ. 1. 23˙ χηνὸς Εὔβουλ. Στεφ. 5˙ πρβλ. Ἀθήν. 106F κἑξ., ἥπατα σεσυκασμένα, ἥπατα συῶν σεσυκοτραγηκότων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 49, καὶ ἴδε [[ἡπάτιον]]˙ - ἐθεωρεῖτο δὲ ὡς καίριον [[μέρος]], οὐτᾶν τινα καθ’ [[ἧπαρ]] Ἰλ. Υ. 469˙ παίειν ὑφ’ [[ἧπαρ]] ἢ πρὸς [[ἧπαρ]] Σοφ. Ἀντ. 1315, Εὐρ. Ὀρ. 1063˙ ὑφ’ [[ἧπαρ]] πεπληγμένη Σοφ. Τρ. 932˙ - ὑφ’ [[ἥπατος]] φέρειν, ἐπὶ ἐγκύου γυναικὸς (ὡς οἱ Γερμανοὶ λέγουσιν unter dem Herzen tragen), Εὐρ. Ἱκέτ. 919˙ - [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. ὡς [[ἕδρα]] τῶν παθῶν, θυμοῦ, φόβου, κλπ.˙ [[ἑπομένως]] ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἡμέτερον «καρδία», Αἰσχύλ. Ἀγ. 432, 792, Εὐμ. 135, Εὐρ. Ἱκέτ. 599, πρβλ. Ἀρχίλ. 118˙ χωρεῖ πρὸς [[ἧπαρ]]... δύη Σοφ. Αἴ. 937˙ ἐπὶ ἔρωτος, χαλεπὰ γὰρ ἔσω θεὸς [[ἧπαρ]] ἄμυσσεν Θεόκρ. 13. 71˙ τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ’ ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ [[ἧπαρ]] Τίμ. Λοκρ. 100Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 450F. ΙΙ. ὡς τὸ [[οὖθαρ]], [[εὔφορος]] [[χώρα]], Ἀγροίτας παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Β. 1248˙ ὅρα τὸν μῦθον ἐν Διοδ. 1. 19. ΙΙΙ. = [[ἥπατος]], Πλίν. Η. Ν. 32. 53. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. yakrit, Λατ. jecur˙ πρβλ. [[πέντε]] quinque, [[ἵππος]] equus Λιθ. akn-is δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ jecin-oris).
|lstext='''ἧπαρ''': ᾰτος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ συκῶτι, Ὅμ. κλπ.˙ τὸ [[ἧπαρ]] πολλῶν ζῴων ἦτο ἐν Ἀθήναις ἐκ τῶν ἀγαπητῶν ἐδεσμάτων, κάπρου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302, κτλ.˙ καπρίσκου Κρωβυλ. Ψευδ. 2˙ ἐρίφου Εὔφρ. Ἀδ. 1. 23˙ χηνὸς Εὔβουλ. Στεφ. 5˙ πρβλ. Ἀθήν. 106F κἑξ., ἥπατα σεσυκασμένα, ἥπατα συῶν σεσυκοτραγηκότων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 49, καὶ ἴδε [[ἡπάτιον]]˙ - ἐθεωρεῖτο δὲ ὡς καίριον [[μέρος]], οὐτᾶν τινα καθ’ [[ἧπαρ]] Ἰλ. Υ. 469˙ παίειν ὑφ’ [[ἧπαρ]] ἢ πρὸς [[ἧπαρ]] Σοφ. Ἀντ. 1315, Εὐρ. Ὀρ. 1063˙ ὑφ’ [[ἧπαρ]] πεπληγμένη Σοφ. Τρ. 932˙ - ὑφ’ [[ἥπατος]] φέρειν, ἐπὶ ἐγκύου γυναικὸς (ὡς οἱ Γερμανοὶ λέγουσιν unter dem Herzen tragen), Εὐρ. Ἱκέτ. 919˙ - [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. ὡς [[ἕδρα]] τῶν παθῶν, θυμοῦ, φόβου, κλπ.˙ [[ἑπομένως]] ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἡμέτερον «καρδία», Αἰσχύλ. Ἀγ. 432, 792, Εὐμ. 135, Εὐρ. Ἱκέτ. 599, πρβλ. Ἀρχίλ. 118˙ χωρεῖ πρὸς [[ἧπαρ]]... δύη Σοφ. Αἴ. 937˙ ἐπὶ ἔρωτος, χαλεπὰ γὰρ ἔσω θεὸς [[ἧπαρ]] ἄμυσσεν Θεόκρ. 13. 71˙ τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ’ ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ [[ἧπαρ]] Τίμ. Λοκρ. 100Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 450F. ΙΙ. ὡς τὸ [[οὖθαρ]], [[εὔφορος]] [[χώρα]], Ἀγροίτας παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Β. 1248˙ ὅρα τὸν μῦθον ἐν Διοδ. 1. 19. ΙΙΙ. = [[ἥπατος]], Πλίν. Η. Ν. 32. 53. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. yakrit, Λατ. jecur˙ πρβλ. [[πέντε]] quinque, [[ἵππος]] equus Λιθ. akn-is δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ jecin-oris).
}}
{{bailly
|btext=[[ἥπατος]] (τό) :<br />foie ; <i>considéré comme le siège de la vie</i> : οὐτᾶν τινα καθ’ [[ἧπαρ]] IL, παίειν ὑφ’ [[ἧπαρ]] SOPH blesser qqn au foie, frapper au foie, dans la région du foie ; <i>considéré comme le siège des passions (crainte, colère, amour, etc.)</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> jecur.
}}
}}