Anonymous

διαβαστάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβαστάζω''': μέλλ. -άσω, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. [[δοκιμάζω]] τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. [[ὑποφέρω]] τι [[μέχρι]] τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
|lstext='''διαβαστάζω''': μέλλ. -άσω, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. [[δοκιμάζω]] τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. [[ὑποφέρω]] τι [[μέχρι]] τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
}}
{{bailly
|btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]].
}}
}}