3,277,206
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λώπη''': ἡ, ([[λέπω]]) [[ἱμάτιον]], [[περιβόλαιον]], δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224, πρβλ. Θεόκρ. 25. 254, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 32. ― Ὡσαύτως [[λῶπος]], -εος, το, Ἱππῶν. 44˙, Ἀνακρ. 98, Θεόκρ. 14. 66, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22. ― Μόνο ποιητικόν, ἂν καὶ πεζογράφοι ἔχουσι τὰ παράγωγα, [[λώπιον]], [[λωποδύτης]]. | |lstext='''λώπη''': ἡ, ([[λέπω]]) [[ἱμάτιον]], [[περιβόλαιον]], δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224, πρβλ. Θεόκρ. 25. 254, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 32. ― Ὡσαύτως [[λῶπος]], -εος, το, Ἱππῶν. 44˙, Ἀνακρ. 98, Θεόκρ. 14. 66, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22. ― Μόνο ποιητικόν, ἂν καὶ πεζογράφοι ἔχουσι τὰ παράγωγα, [[λώπιον]], [[λωποδύτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de vêtement <i>ou</i> de manteau en peau.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]]. | |||
}} | }} |