Anonymous

λώπη: Difference between revisions

From LSJ
125 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λώπη''': ἡ, ([[λέπω]]) [[ἱμάτιον]], [[περιβόλαιον]], δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224, πρβλ. Θεόκρ. 25. 254, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 32. ― Ὡσαύτως [[λῶπος]], -εος, το, Ἱππῶν. 44˙, Ἀνακρ. 98, Θεόκρ. 14. 66, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22. ― Μόνο ποιητικόν, ἂν καὶ πεζογράφοι ἔχουσι τὰ παράγωγα, [[λώπιον]], [[λωποδύτης]].
|lstext='''λώπη''': ἡ, ([[λέπω]]) [[ἱμάτιον]], [[περιβόλαιον]], δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224, πρβλ. Θεόκρ. 25. 254, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 32. ― Ὡσαύτως [[λῶπος]], -εος, το, Ἱππῶν. 44˙, Ἀνακρ. 98, Θεόκρ. 14. 66, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22. ― Μόνο ποιητικόν, ἂν καὶ πεζογράφοι ἔχουσι τὰ παράγωγα, [[λώπιον]], [[λωποδύτης]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de vêtement <i>ou</i> de manteau en peau.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
}}
}}