Anonymous

ὀχυρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχῠρόω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.
|lstext='''ὀχῠρόω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pqp. Pass.</i> ὠχυρώμην;<br />fortifier;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀχυρόομαι-οῦμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὀχυρός]].
}}
}}