Anonymous

εὐδία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδία''': ἡ, [[καλοκαιρία]], κοινῶς «βιδιά», ἐκ χειμῶνος [[εὐδία]] Πινδ. Ι. 7 (6). 52· ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· [[ὅταν]] [[εὐδία]] γένηται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 3· εὐδίας (γεν.), ἐν καλοκαιρίᾳ [[αὐτόθι]] 8. 12, 10· ― πληθ., ἔν γε χειμῶσι καὶ εὐδίαις Πλάτ. Νόμ. 961F· εὐδιῶν οὐσῶν Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 36. 2) μεταφ., [[ἠρεμία]], [[ἡσυχία]], [[γαλήνη]], Πινδ. Ο. 1. 158, Π. 5. 12, Αἰσχύλ. Θήβ. 795, Ἀντιφῶν 116. 25, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 19· ἐπὶ τοῦ νοῦ, τῆς διανοίας, Πρωταγ. παρὰ Πλουτ. 2. 118Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Wytt.· σαρκὸς εὐδ., καλὴ [[κατάστασις]] τῆς σαρκός, [[αὐτόθι]] 126C. Περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε [[εὔδιος]].
|lstext='''εὐδία''': ἡ, [[καλοκαιρία]], κοινῶς «βιδιά», ἐκ χειμῶνος [[εὐδία]] Πινδ. Ι. 7 (6). 52· ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· [[ὅταν]] [[εὐδία]] γένηται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 3· εὐδίας (γεν.), ἐν καλοκαιρίᾳ [[αὐτόθι]] 8. 12, 10· ― πληθ., ἔν γε χειμῶσι καὶ εὐδίαις Πλάτ. Νόμ. 961F· εὐδιῶν οὐσῶν Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 36. 2) μεταφ., [[ἠρεμία]], [[ἡσυχία]], [[γαλήνη]], Πινδ. Ο. 1. 158, Π. 5. 12, Αἰσχύλ. Θήβ. 795, Ἀντιφῶν 116. 25, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 19· ἐπὶ τοῦ νοῦ, τῆς διανοίας, Πρωταγ. παρὰ Πλουτ. 2. 118Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Wytt.· σαρκὸς εὐδ., καλὴ [[κατάστασις]] τῆς σαρκός, [[αὐτόθι]] 126C. Περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε [[εὔδιος]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> temps serein, beau temps;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> calme, sérénité (de l’âme, de l’esprit, <i>etc.) ; p. anal.</i> σαρκὸς [[εὐδία]] PLUT bon état de la chair.<br />'''Étymologie:''' [[εὔδιος]].
}}
}}