3,256,975
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅρισμα''': Ἰων. οὔρ-, τό, ([[ὁρίζω]]) [[ὅριον]], σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - [[ὅρισμα]] βαρβάρων, [[ἐναντίον]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὅρισμα]]˙ [[στήριγμα]]. ἢ ὅρος». | |lstext='''ὅρισμα''': Ἰων. οὔρ-, τό, ([[ὁρίζω]]) [[ὅριον]], σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - [[ὅρισμα]] βαρβάρων, [[ἐναντίον]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὅρισμα]]˙ [[στήριγμα]]. ἢ ὅρος». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />borne, frontière, limite ; territoire enfermé dans des limites, pays, contrée.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | |||
}} | }} |