Anonymous

ὀψωνιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψωνιάζω''': [[ἐφοδιάζω]] διὰ ζωοτροφιῶν, ὀψ. δύναμιν, [[παρέχω]] εἰς στρατὸν ζωοτροφίας ἢ μισθόν, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 38. ― Παθ., ὀψωνιάζεσθαι τὴν βουλὴν ὑπ’ Εὐμένους Πολύβ. 23. 8, 4· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων μνημονεύεται ἐκ Διον. Ἁλ., πρβλ. Διόδ. 16. 22· ― ὀψωνίζω, Τιμαρίων ἐν Notices des Mss. 9. 205.
|lstext='''ὀψωνιάζω''': [[ἐφοδιάζω]] διὰ ζωοτροφιῶν, ὀψ. δύναμιν, [[παρέχω]] εἰς στρατὸν ζωοτροφίας ἢ μισθόν, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 38. ― Παθ., ὀψωνιάζεσθαι τὴν βουλὴν ὑπ’ Εὐμένους Πολύβ. 23. 8, 4· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων μνημονεύεται ἐκ Διον. Ἁλ., πρβλ. Διόδ. 16. 22· ― ὀψωνίζω, Τιμαρίων ἐν Notices des Mss. 9. 205.
}}
{{bailly
|btext=munir de vivres <i>en parl. d’une armée</i> ; <i>Pass.</i> être approvisionné.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψώνης]].
}}
}}