Anonymous

ἴδρις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴδρις''': γεν. ἴδριος, Ἀττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, οὐδ. ἴδρι· κλητ. ἴδρι Ἀττ.: πληθ. ἴδριες· - τοὺς τύπους ἴδριδι, ἴδριδα, ἴδριδες (ἐν χρήσει ἀναμφιβόλως [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῇ Σαπφοῖ, τῷ Σοφοκλ. καὶ Φρυν.) ἀποδοκιμάζει ὁ Εὐστ. 407. 38, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 219, Ἐτυμ. M. 42 40· (√ϜΙΔ, [[οἶδα]]) - ποιητ. ἐπίθ. πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἴδρις]] ἀνὴρ Ὀδ. Ζ. 233., Ψ. 160· μετ’ ἀπαρ., ἴδριες... νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν Η. 108· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 351, Πινδ. Ο. 1. 167, Τραγ., κλ.· [[μετὰ]] προθ., κατὰ γνώμην [[ἴδρις]] Ζοφ. Ο. Τ. 1087· οὐδὲν [[ἴδρις]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 525· ἐν πολέμοις Διον. Π. 857. 2) [[ἴδρις]], μόνον παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, ὁ [[προνοητικός]], δηλ. ὁ [[μύρμηξ]] (ὡς ἐν στ. 522, [[ἀνόστεος]], ὁ [[ἄνευ]] ὀστῶν, δηλ. ὁ [[πολύπους]] 569, [[φερέοικος]], ὁ τὸ [[οἴκημα]] μεθ’ ἐαυτοῦ φέρων, ὁ [[κοχλίας]]): πρβλ. [[ἀνθεμουργός]].
|lstext='''ἴδρις''': γεν. ἴδριος, Ἀττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, οὐδ. ἴδρι· κλητ. ἴδρι Ἀττ.: πληθ. ἴδριες· - τοὺς τύπους ἴδριδι, ἴδριδα, ἴδριδες (ἐν χρήσει ἀναμφιβόλως [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῇ Σαπφοῖ, τῷ Σοφοκλ. καὶ Φρυν.) ἀποδοκιμάζει ὁ Εὐστ. 407. 38, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 219, Ἐτυμ. M. 42 40· (√ϜΙΔ, [[οἶδα]]) - ποιητ. ἐπίθ. πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἴδρις]] ἀνὴρ Ὀδ. Ζ. 233., Ψ. 160· μετ’ ἀπαρ., ἴδριες... νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν Η. 108· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 351, Πινδ. Ο. 1. 167, Τραγ., κλ.· [[μετὰ]] προθ., κατὰ γνώμην [[ἴδρις]] Ζοφ. Ο. Τ. 1087· οὐδὲν [[ἴδρις]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 525· ἐν πολέμοις Διον. Π. 857. 2) [[ἴδρις]], μόνον παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, ὁ [[προνοητικός]], δηλ. ὁ [[μύρμηξ]] (ὡς ἐν στ. 522, [[ἀνόστεος]], ὁ [[ἄνευ]] ὀστῶν, δηλ. ὁ [[πολύπους]] 569, [[φερέοικος]], ὁ τὸ [[οἴκημα]] μεθ’ ἐαυτοῦ φέρων, ὁ [[κοχλίας]]): πρβλ. [[ἀνθεμουργός]].
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />savant, instruit, habile : τινος, en qch ; οὐδὲν [[ἴδρις]] SOPH qui ne sait rien, ignorant ; avec un inf., habile à faire qch.<br />'''Étymologie:''' R. Ἰδ, savoir ; v. *εἴδω.
}}
}}