3,274,313
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμόδροπος''': -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς [[ἄωρος]], νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου [[ὅστις]] δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ [[ἄνθη]] τῆς [[παρθενίας]], Αἰσχύλ. Θήβ. 333. | |lstext='''ὠμόδροπος''': -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς [[ἄωρος]], νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου [[ὅστις]] δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ [[ἄνθη]] τῆς [[παρθενίας]], Αἰσχύλ. Θήβ. 333. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />cueilli encore vert, <i>càd</i> avant l’âge <i>en parl. de la virginité</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[δρέπω]]. | |||
}} | }} |