3,274,873
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀϋτμή''': ἡ, ([[ἄημι]]) [[ἀναπνοή]], [[πνοή]], εἰς ὅ κ’ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ, Ἰλ. Ι. 609, κτλ.˙ τεῖρε δ’ ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο, ἡ [[πυρώδης]] πνοὴ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 366˙ ὅσσον πυρὸς ἵκετ’ ἀϋτμὴ Ὀδ. Π. 290˙ ([[ἐντεῦθεν]] ἀπολ. πρὸς δήλωσιν θερμότητος Ι. 389)˙ κατὰ πληθ., περισχίζοντο δ’ ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Κόϊντ. Σμ. 13. 329: - ἐπὶ φυσητήρων, εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Ἰλ. Σ. 471˙ ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 400. 2) [[ὀσμή]], καὶ [[τότε]] με κνίσης ἀμφηλυθὲν ἡδὺς ἀϋτμὴ Μ. 369, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 174˙ [[θήρειος]] ἀϋτμὴ ὀσμὴ κυνηγίου, Ὀππ. Κ. 1. 467. | |lstext='''ἀϋτμή''': ἡ, ([[ἄημι]]) [[ἀναπνοή]], [[πνοή]], εἰς ὅ κ’ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ, Ἰλ. Ι. 609, κτλ.˙ τεῖρε δ’ ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο, ἡ [[πυρώδης]] πνοὴ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 366˙ ὅσσον πυρὸς ἵκετ’ ἀϋτμὴ Ὀδ. Π. 290˙ ([[ἐντεῦθεν]] ἀπολ. πρὸς δήλωσιν θερμότητος Ι. 389)˙ κατὰ πληθ., περισχίζοντο δ’ ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Κόϊντ. Σμ. 13. 329: - ἐπὶ φυσητήρων, εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Ἰλ. Σ. 471˙ ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 400. 2) [[ὀσμή]], καὶ [[τότε]] με κνίσης ἀμφηλυθὲν ἡδὺς ἀϋτμὴ Μ. 369, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 174˙ [[θήρειος]] ἀϋτμὴ ὀσμὴ κυνηγίου, Ὀππ. Κ. 1. 467. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> souffle :<br /><b>1</b> souffle, haleine;<br /><b>2</b> souffle du vent, souffle d’un soufflet de forge;<br /><b>II.</b> exhalaison :<br /><b>1</b> odeur;<br /><b>2</b> vapeur embrasée.<br />'''Étymologie:''' R. ἈϜ souffler, cf. [[ἄημι]]. | |||
}} | }} |