Anonymous

στυφελίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῠφελίζω''': (στυφελὸς) κτυπῶ τι ἰσχυρῶς καὶ [[διασείω]] αὐτό, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε ... ἀσπίδ’ [[Ἀπόλλων]], «διέσεισε, διεκίνησε» (κατὰ τὸν Σχολ.), Ἰλ. Ε. 437· πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ’ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν Π. 774· στυφέλιξε δέ μιν (ἐξυπ. [[ἐγχείη]]) Η. 261· ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξη, “διασείσῃ, πλήξῃ” (Σχόλ.), Λ. 305· εἰ ... κ’ ἐθέλησιν [[Ὀλύμπιος]] ... ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, ἐκ τῆς ἕδρας ἀποκινῆσαι, ἀνατρέψαι, Α. 581· τὸν δ’ ... ἐκ δαιτύος ἐστ. Χ. 496· [[οὐδέ]] μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Ὀδ. Ρ. 234· τινα κορύνῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 115· [[κῦμα]] ... ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἄλα Ἀνθ. Π. 7. 665· ἄνακτας ἐκ θεμέθλων [[αὐτόθι]] 15. 22. 2) [[καθόλου]], κακῶς μεταχειρίζομαι, Ἰλ. Φ. 380, 512, Ὀδ. Σ. 416· τινὰ ὀνείδεσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 273, Ἡσύχ. - Ἐπὶ λέξει, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 247, Σοφ. Ἀντ. 139 ([[ἔνθα]] κεῖται ἀπολ.), [[ὡσαύτως]], στ. στρώματα Ἱππ. Ἀποσπ. 772.
|lstext='''στῠφελίζω''': (στυφελὸς) κτυπῶ τι ἰσχυρῶς καὶ [[διασείω]] αὐτό, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε ... ἀσπίδ’ [[Ἀπόλλων]], «διέσεισε, διεκίνησε» (κατὰ τὸν Σχολ.), Ἰλ. Ε. 437· πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ’ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν Π. 774· στυφέλιξε δέ μιν (ἐξυπ. [[ἐγχείη]]) Η. 261· ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξη, “διασείσῃ, πλήξῃ” (Σχόλ.), Λ. 305· εἰ ... κ’ ἐθέλησιν [[Ὀλύμπιος]] ... ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, ἐκ τῆς ἕδρας ἀποκινῆσαι, ἀνατρέψαι, Α. 581· τὸν δ’ ... ἐκ δαιτύος ἐστ. Χ. 496· [[οὐδέ]] μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Ὀδ. Ρ. 234· τινα κορύνῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 115· [[κῦμα]] ... ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἄλα Ἀνθ. Π. 7. 665· ἄνακτας ἐκ θεμέθλων [[αὐτόθι]] 15. 22. 2) [[καθόλου]], κακῶς μεταχειρίζομαι, Ἰλ. Φ. 380, 512, Ὀδ. Σ. 416· τινὰ ὀνείδεσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 273, Ἡσύχ. - Ἐπὶ λέξει, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 247, Σοφ. Ἀντ. 139 ([[ἔνθα]] κεῖται ἀπολ.), [[ὡσαύτως]], στ. στρώματα Ἱππ. Ἀποσπ. 772.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><i>Pass., seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> frapper fortement, acc. ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> renverser;<br /><b>2</b> chasser ; disperser;<br /><b>II.</b> manier avec rudesse ; traiter rudement, maltraiter.<br />'''Étymologie:''' [[στυφελός]].
}}
}}