3,276,932
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρεμάννυμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κάδ δ’ πασσαλόφιν κρέμασε φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 67· τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ. Ἡρόδ. 2. 121, 3· ἐν Ὁμ. Ὕμν. 27. 16, κεῖται ἐπὶ [[μέσης]] σημασίας, κατακρεμάσασα… τόξα, κρεμάσασα τὰ τόξα ἐξ ἑαυτῆς.― Παθ., εἶμαι κρεμασμένος πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 767, Διόδ. 18. 26· πρβλ. τὸ προηγ. | |lstext='''κατακρεμάννυμι''': μέλλ. -κρεμάσω, [[κρεμῶ]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κάδ δ’ πασσαλόφιν κρέμασε φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 67· τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ. Ἡρόδ. 2. 121, 3· ἐν Ὁμ. Ὕμν. 27. 16, κεῖται ἐπὶ [[μέσης]] σημασίας, κατακρεμάσασα… τόξα, κρεμάσασα τὰ τόξα ἐξ ἑαυτῆς.― Παθ., εἶμαι κρεμασμένος πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 767, Διόδ. 18. 26· πρβλ. τὸ προηγ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> κατεκρέμασα, <i>Pass. pf.</i> κατακεκρέμασμαι;<br />suspendre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρεμάννυμι]]. | |||
}} | }} |