Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔνδρυον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδρῠον''': τό, ([[δρῦς]]) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς [[κερκίς]], ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ [[τρύπημα]], βοῶν... [[ἔνδρυον]] ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. [[αὐτόθι]], [[Πολυδ]]. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔνδρυον]]· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον».
|lstext='''ἔνδρῠον''': τό, ([[δρῦς]]) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς [[κερκίς]], ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ [[τρύπημα]], βοῶν... [[ἔνδρυον]] ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. [[αὐτόθι]], [[Πολυδ]]. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔνδρυον]]· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cheville de bois au milieu du joug pour attacher les traits.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δρῦς]].
}}
}}