3,253,854
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδρῠον''': τό, ([[δρῦς]]) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς [[κερκίς]], ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ [[τρύπημα]], βοῶν... [[ἔνδρυον]] ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. [[αὐτόθι]], [[Πολυδ]]. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔνδρυον]]· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον». | |lstext='''ἔνδρῠον''': τό, ([[δρῦς]]) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς [[κερκίς]], ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ [[τρύπημα]], βοῶν... [[ἔνδρυον]] ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. [[αὐτόθι]], [[Πολυδ]]. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔνδρυον]]· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />cheville de bois au milieu du joug pour attacher les traits.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δρῦς]]. | |||
}} | }} |