Anonymous

ἐγκείρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκείρω''': μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῇ μετοχ. παθ. πρκμ., ἐγκεκαρμένῳ [[κάρα]], μὲ κεκαρμένην κεφαλήν, Εὐρ. Ἠλ. 108· ἴδε Schäf. Mel. σ. 78.
|lstext='''ἐγκείρω''': μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῇ μετοχ. παθ. πρκμ., ἐγκεκαρμένῳ [[κάρα]], μὲ κεκαρμένην κεφαλήν, Εὐρ. Ἠλ. 108· ἴδε Schäf. Mel. σ. 78.
}}
{{bailly
|btext=raser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κείρω]].
}}
}}