Anonymous

διπλόος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διπλόος''': -η, -ον, συνῃρ. διπλοῦς, ῆ, οῦν, Ἰων. θηλ. διπλέη ὑπάρχει παρ’ ἅπασι τοῖς χφοις ἐν Ἡροδ. 3. 42, [[ἀλλά]], διπλᾶν 5. 90· διπλᾶς 3. 28· ὁ συνῃρ. [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., πλὴν τοῦ διπλόοι ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33· (πρβλ. [[ἁπλόος]])· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, περὶ ἱματίων καὶ ἄλλων ἐνδυμάτων, [[χλαῖνα]] [[διπλῆ]] = [[δίπλαξ]] ἢ [[διπλοΐς]] Ἰλ. Κ. 134, Ὀδ. Ρ. 226· ὅθι... [[διπλόος]] ἤντετο θώρηξ, [[ἔνθα]] συνηντᾶτο ὁ θώραξ [[[μετὰ]] τοῦ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ζωστῆρος] καὶ ἐγίνετο διπλοῦς, Ἰλ. Δ. 133· τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν, συμπτύξας αὐτὴν [[ὥστε]] νὰ γίνῃ [[διπλῆ]], Ἀπολλόδ. Καρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 440· πρβλ. [[διπλόω]]· ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, [[διπλόος]] [[θάνατος]] Ἡρόδ. 6. 104· παῖσον διπλῆν [ἐνν. πληγήν, πρβλ. [[ἀνταῖος]]], Σοφ. Ἠλ. 1416· δ. [[οἰκίδιον]], διώροφον, Λυσ. 92. 28· [[διπλῆ]] [[ἄκανθα]], [[ῥάχις]] κεκαμμένη ὑπὸ τοῦ γήρατος, Εὐρ. Ἠλ. 492, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. (487)· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου : duplicato poplite, [[διπλῆ]] [[ῥάχις]], Οὐεργιλ. duplex spina, Ξεν. Ἱππ. 1. 11. 2) διπλῇ χερὶ θανεῖν, ἀμοιβαίως διὰ χειρῶν [[ἀλλήλων]], Σοφ. Ἀντ. 14· πρβλ. [[δικρατής]]. 3) διπλᾶ ὀνόματα, σύνθετοι λέξεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, κτλ. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς συγκρ., ὡς τὸ [[διπλάσιος]], δὶς [[τόσος]], δὶς τόσο [[μέγας]], [[εὐρύς]], κτλ., [[βίος]] Πλάτ. Τιμ. 75Β· [[δίκη]] ὁ αὐτ. Νόμ. 865C· δ. ἢ..., δὶς τόσον ὅσον..., (ἴδε ἐν λ. διπλῇ)· ἢ [[μετὰ]] γεν., ὁ αὐτ. Τιμ. 35C· [[ὡσαύτως]], διπλοῦν ὅσον... παρὰ Δημ. 629. 22· διπλῷ = διπλῇ, Πλάτ. Νόμ. 722Β. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δύο, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Χο. 761, Σοφ. Αἴ. 970, Ο. Τ. 20, Ἀντ. 51. IV. διπλοῦς, [[ἀμφίβολος]], [[πλήρης]] ἀμφιβολίας, ἀναποφάσιστος, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν, πρβλ. [[διάνδιχα]] μερμήξεν, Πίνδ. Ν. 10. 167. 2) [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]], Λατ. duplex, ἀντίθ. [[ἁπλοῦς]] (simplex), Πλάτ. Πολ. 397D, 554D· οὐδὲν δ. Χεν. Ἑλλ. 4. 1, 32. Πρβλ. Ruhnk. Τιμ.
|lstext='''διπλόος''': -η, -ον, συνῃρ. διπλοῦς, ῆ, οῦν, Ἰων. θηλ. διπλέη ὑπάρχει παρ’ ἅπασι τοῖς χφοις ἐν Ἡροδ. 3. 42, [[ἀλλά]], διπλᾶν 5. 90· διπλᾶς 3. 28· ὁ συνῃρ. [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., πλὴν τοῦ διπλόοι ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33· (πρβλ. [[ἁπλόος]])· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, περὶ ἱματίων καὶ ἄλλων ἐνδυμάτων, [[χλαῖνα]] [[διπλῆ]] = [[δίπλαξ]] ἢ [[διπλοΐς]] Ἰλ. Κ. 134, Ὀδ. Ρ. 226· ὅθι... [[διπλόος]] ἤντετο θώρηξ, [[ἔνθα]] συνηντᾶτο ὁ θώραξ [[[μετὰ]] τοῦ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ζωστῆρος] καὶ ἐγίνετο διπλοῦς, Ἰλ. Δ. 133· τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν, συμπτύξας αὐτὴν [[ὥστε]] νὰ γίνῃ [[διπλῆ]], Ἀπολλόδ. Καρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 440· πρβλ. [[διπλόω]]· ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, [[διπλόος]] [[θάνατος]] Ἡρόδ. 6. 104· παῖσον διπλῆν [ἐνν. πληγήν, πρβλ. [[ἀνταῖος]]], Σοφ. Ἠλ. 1416· δ. [[οἰκίδιον]], διώροφον, Λυσ. 92. 28· [[διπλῆ]] [[ἄκανθα]], [[ῥάχις]] κεκαμμένη ὑπὸ τοῦ γήρατος, Εὐρ. Ἠλ. 492, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. (487)· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου : duplicato poplite, [[διπλῆ]] [[ῥάχις]], Οὐεργιλ. duplex spina, Ξεν. Ἱππ. 1. 11. 2) διπλῇ χερὶ θανεῖν, ἀμοιβαίως διὰ χειρῶν [[ἀλλήλων]], Σοφ. Ἀντ. 14· πρβλ. [[δικρατής]]. 3) διπλᾶ ὀνόματα, σύνθετοι λέξεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, κτλ. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς συγκρ., ὡς τὸ [[διπλάσιος]], δὶς [[τόσος]], δὶς τόσο [[μέγας]], [[εὐρύς]], κτλ., [[βίος]] Πλάτ. Τιμ. 75Β· [[δίκη]] ὁ αὐτ. Νόμ. 865C· δ. ἢ..., δὶς τόσον ὅσον..., (ἴδε ἐν λ. διπλῇ)· ἢ [[μετὰ]] γεν., ὁ αὐτ. Τιμ. 35C· [[ὡσαύτως]], διπλοῦν ὅσον... παρὰ Δημ. 629. 22· διπλῷ = διπλῇ, Πλάτ. Νόμ. 722Β. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δύο, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Χο. 761, Σοφ. Αἴ. 970, Ο. Τ. 20, Ἀντ. 51. IV. διπλοῦς, [[ἀμφίβολος]], [[πλήρης]] ἀμφιβολίας, ἀναποφάσιστος, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν, πρβλ. [[διάνδιχα]] μερμήξεν, Πίνδ. Ν. 10. 167. 2) [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]], Λατ. duplex, ἀντίθ. [[ἁπλοῦς]] (simplex), Πλάτ. Πολ. 397D, 554D· οὐδὲν δ. Χεν. Ἑλλ. 4. 1, 32. Πρβλ. Ruhnk. Τιμ.
}}
{{bailly
|btext=-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦν :<br /><b>I.</b> double :<br /><b>1</b> double, au nombre de deux : διπλῆ [[μάστιξ]] ESCHL fouet à double lanière ; διπλᾶ κέντρα SOPH aiguillon à double pointe ; διπλοῦν [[οἰκίδιον]] LYS maisonnette à deux étages ; παίειν διπλῆν (<i>s.e.</i> πληγήν) SOPH frapper un second coup ; <i>au plur.</i> διπλοῖ βασιλῆς SOPH, διπλοῖ στρατηλάται SOPH deux rois, deux chefs d’armée ; <i>particul.</i> formé de deux éléments <i>en parl. de mots composés</i>;<br /><b>2</b> qui se met en double, qui se replie ; [[χλαῖνα]] διπλῆ manteau qu’on met en double ; [[ὅθι]] [[διπλόος]] ἤντετο [[θώρηξ]] IL là où la cuirasse rencontrant (le [[ζῶμα]]) formait avec lui une double feuille;<br /><b>3</b> qui agit doublement, <i>càd</i> par une action réciproque <i>ou</i> simultanée : ἀδελφῶν θανόντων [[διπλῇ]] χερί SOPH frères morts des coups dont ils se sont mutuellement frappés;<br /><b>4</b> <i>en mauv. part</i> double, équivoque, faux;<br /><b>II.</b> deux fois aussi grand, aussi long.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], -πλοος ; cf. [[ἁπλόος]].
}}
}}