Anonymous

οὐρίαχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρίᾰχος''': ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, [[τουτέστι]] τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[αἰχμή]], Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. [[πολεμίζω]], καὶ πρβλ. [[στύραξ]], [[σαυρωτήρ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ [[σιδήριον]] ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]] τοῦ δόρατος». 2) τὸ [[μέσον]] τῆς κώπης, [[Πολυδ]]. Α΄, 90 (κοινῶς [[οὐρακός]]).
|lstext='''οὐρίᾰχος''': ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, [[τουτέστι]] τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[αἰχμή]], Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. [[πολεμίζω]], καὶ πρβλ. [[στύραξ]], [[σαυρωτήρ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ [[σιδήριον]] ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]] τοῦ δόρατος». 2) τὸ [[μέσον]] τῆς κώπης, [[Πολυδ]]. Α΄, 90 (κοινῶς [[οὐρακός]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l’arme en terre.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρά]].
}}
}}