3,277,206
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐρίᾰχος''': ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, [[τουτέστι]] τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[αἰχμή]], Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. [[πολεμίζω]], καὶ πρβλ. [[στύραξ]], [[σαυρωτήρ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ [[σιδήριον]] ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]] τοῦ δόρατος». 2) τὸ [[μέσον]] τῆς κώπης, [[Πολυδ]]. Α΄, 90 (κοινῶς [[οὐρακός]]). | |lstext='''οὐρίᾰχος''': ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, [[τουτέστι]] τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[αἰχμή]], Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. [[πολεμίζω]], καὶ πρβλ. [[στύραξ]], [[σαυρωτήρ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ [[σιδήριον]] ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]] τοῦ δόρατος». 2) τὸ [[μέσον]] τῆς κώπης, [[Πολυδ]]. Α΄, 90 (κοινῶς [[οὐρακός]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l’arme en terre.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρά]]. | |||
}} | }} |