Anonymous

θηρευτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρευτής''': -οῦ, ὁ, ([[θηρεύω]]) = [[θηρατής]], κυνηγός, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε ὡς ἐπίθ., ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν Ἰλ. Μ. 41· ἐν κυσὶ θηρευτῇσι Λ. 325· οὕτω δὲ καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 303, 388, Θεόγν. 1254, Ξεν. Ἀγησ. 9, 6· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀλιέως, Ἡρόδ. 2. 70· θηρευτὴς [[πέρδιξ]], οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] πρὸς ἀποπλάνησιν ἄλλων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 8, 8· θ. ἰξὸς Ἀνθ. Π. 5. 100. 2) μεταφ., θ. νέων καὶ πλουσίων Πλάτ. Σοφ. 231D· καλλίστων ὀνομάτων Ἀθήν. 122C.
|lstext='''θηρευτής''': -οῦ, ὁ, ([[θηρεύω]]) = [[θηρατής]], κυνηγός, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε ὡς ἐπίθ., ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν Ἰλ. Μ. 41· ἐν κυσὶ θηρευτῇσι Λ. 325· οὕτω δὲ καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 303, 388, Θεόγν. 1254, Ξεν. Ἀγησ. 9, 6· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀλιέως, Ἡρόδ. 2. 70· θηρευτὴς [[πέρδιξ]], οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] πρὸς ἀποπλάνησιν ἄλλων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 8, 8· θ. ἰξὸς Ἀνθ. Π. 5. 100. 2) μεταφ., θ. νέων καὶ πλουσίων Πλάτ. Σοφ. 231D· καλλίστων ὀνομάτων Ἀθήν. 122C.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> chasseur : θηρευτὴς [[ἀνήρ]] IL chasseur ; [[κύων]] [[θηρευτής]] IL chien de chasse;<br /><b>2</b> pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[θηρεύω]].
}}
}}