Anonymous

ἐκνέμομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκνέμομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. ἐξενεμήθην· ― καταβόσκομαι, [[καταβιβρώσκω]], Λατ. depascor, τι Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 1· λύπης τὴν διάνοιαν ἐκνεμομένης Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, οὐκ ἄψορρον ἐκνεμεῖ [[πόδα]]; Σοφ. Αἴ. 369, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 27.
|lstext='''ἐκνέμομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. ἐξενεμήθην· ― καταβόσκομαι, [[καταβιβρώσκω]], Λατ. depascor, τι Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 1· λύπης τὴν διάνοιαν ἐκνεμομένης Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, οὐκ ἄψορρον ἐκνεμεῖ [[πόδα]]; Σοφ. Αἴ. 369, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 27.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκνεμοῦμαι, <i>ao. Pass.</i> ἐξενεμήθην;<br />mener paître ; conduire au dehors.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[νέμω]].
}}
}}