Anonymous

φαινόλις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαινόλις''': ἡ, ([[φαίνω]]) ἡ λαμπρά, ἡ [[φωσφόρος]], ἀλλ’ ὅτε δὴ [[δεκάτη]] οἱ ἐπήλυθε [[φαινόλις]] ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... [[αὔως]] = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. [[μαινόλις]].
|lstext='''φαινόλις''': ἡ, ([[φαίνω]]) ἡ λαμπρά, ἡ [[φωσφόρος]], ἀλλ’ ὅτε δὴ [[δεκάτη]] οἱ ἐπήλυθε [[φαινόλις]] ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... [[αὔως]] = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. [[μαινόλις]].
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />brillante.<br />'''Étymologie:''' [[φαίνω]].
}}
}}