Anonymous

παρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρίζω''': [[παρακαθέζομαι]], [[καθίζω]] πλησίον, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν (ὁ [[Μενέλαος]]) Ὀδ. Δ. 411˙ παρίζειν βουλεύουσι τοῖς γέρουσιν Ἡρόδ. 6. 57˙ ἐν βουλῇ ὁ αὐτ. 4. 165˙ [[ἀλλά]], ΙΙ. [[κυρίως]] τὸ [[παρίζω]] ἦτο μεταβατικὸν ἐνεργείας, [[κάμνω]] ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ πλησίον, τόν [[καθίζω]] πλησίον, π. ἀνδρὶ Πέρσῃ ἄνδρα Μακεδόνα ὁ αὐτ. 5. 20˙ ἀόρ. α´, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Ἰλ. Ψ. 359˙- [[ὥστε]] τὸ [[μέσον]] παρίζομαι ἔλαβε τὴν ἀμετάβ. σημασ., [[καθίζω]] ἐμαυτὸν ἢ [[καθέζομαι]] πλησίον, Ἡρόδ. 7. 18., 8. 58, Βίων 15. 22˙ πρβλ. [[παρέζομαι]].
|lstext='''παρίζω''': [[παρακαθέζομαι]], [[καθίζω]] πλησίον, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν (ὁ [[Μενέλαος]]) Ὀδ. Δ. 411˙ παρίζειν βουλεύουσι τοῖς γέρουσιν Ἡρόδ. 6. 57˙ ἐν βουλῇ ὁ αὐτ. 4. 165˙ [[ἀλλά]], ΙΙ. [[κυρίως]] τὸ [[παρίζω]] ἦτο μεταβατικὸν ἐνεργείας, [[κάμνω]] ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ πλησίον, τόν [[καθίζω]] πλησίον, π. ἀνδρὶ Πέρσῃ ἄνδρα Μακεδόνα ὁ αὐτ. 5. 20˙ ἀόρ. α´, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Ἰλ. Ψ. 359˙- [[ὥστε]] τὸ [[μέσον]] παρίζομαι ἔλαβε τὴν ἀμετάβ. σημασ., [[καθίζω]] ἐμαυτὸν ἢ [[καθέζομαι]] πλησίον, Ἡρόδ. 7. 18., 8. 58, Βίων 15. 22˙ πρβλ. [[παρέζομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire asseoir auprès de : τινά τινι qqn auprès de qqn;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’asseoir auprès de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἵζω]].
}}
}}