Anonymous

δίνευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίνευμα''': [ῑ], τό, το δινεῖσθαι, περιδινεῖσθαι, κυκλικὴ [[κίνησις]], [[περιστροφή]], ἰδίως κατὰ τὴν ὄρχησιν, δινεύματα χαρίτων Ἀριστοφ. Θεσμ. 122, Ξεν. Ἱππ. 3, 11.
|lstext='''δίνευμα''': [ῑ], τό, το δινεῖσθαι, περιδινεῖσθαι, κυκλικὴ [[κίνησις]], [[περιστροφή]], ἰδίως κατὰ τὴν ὄρχησιν, δινεύματα χαρίτων Ἀριστοφ. Θεσμ. 122, Ξεν. Ἱππ. 3, 11.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.<br />'''Étymologie:''' [[δινεύω]].
}}
}}