Anonymous

στεναγμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεναγμός''': ὁ, τὸ στενάζειν, «ἀναστεναγμός», [[γογγυσμός]], Πινδ. Ἀποσπ. 150. 4, Αἰσχύλ. Πέρσ. 896, Ἀποσπ. 382, Σοφ. Ο. Τ. 30, 1284, Εὐρ. Ὀρ. 959, Πλάτ. Πολ. 578Α.
|lstext='''στεναγμός''': ὁ, τὸ στενάζειν, «ἀναστεναγμός», [[γογγυσμός]], Πινδ. Ἀποσπ. 150. 4, Αἰσχύλ. Πέρσ. 896, Ἀποσπ. 382, Σοφ. Ο. Τ. 30, 1284, Εὐρ. Ὀρ. 959, Πλάτ. Πολ. 578Α.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[στενάζω]].
}}
}}