Anonymous

ἀπόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόκρημνος''': [[κρημνώδης]], [[οὖρος]] ἄβατόν τε καὶ ἀπόκρημνον Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 111· [[χῶρος]] [[ἀπόκρημνος]] ὁ αὐτ. 8. 53, πρβλ. Θουκ. 4. 31., 6. 96, κτλ.: - μεταφ. ἐπὶ ὑποθέσεώς τινος τοῦ συνηγόρου, [[πλήρης]] δυσκολιῶν, πάντα ἀπόκρημνα ὁρῶ Δημ. 793. 6.
|lstext='''ἀπόκρημνος''': [[κρημνώδης]], [[οὖρος]] ἄβατόν τε καὶ ἀπόκρημνον Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 111· [[χῶρος]] [[ἀπόκρημνος]] ὁ αὐτ. 8. 53, πρβλ. Θουκ. 4. 31., 6. 96, κτλ.: - μεταφ. ἐπὶ ὑποθέσεώς τινος τοῦ συνηγόρου, [[πλήρης]] δυσκολιῶν, πάντα ἀπόκρημνα ὁρῶ Δημ. 793. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρημνός]].
}}
}}