3,260,316
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρπόλος''': ὁ διὰ πυρὸς καταστρέφων, κεραυνὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 640· πρβλ. [[πυρπολέω]] ΙΙ. ΙΙ. Παθητ., ἄστη δέ τε πυρπόλα θήσει, θὰ καταστρέψῃ διὰ τοῦ [[πυρός]], Χρησμ. παρὰ Φλέγωνι περὶ Θαυμ. 3. σ. 49. | |lstext='''πυρπόλος''': ὁ διὰ πυρὸς καταστρέφων, κεραυνὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 640· πρβλ. [[πυρπολέω]] ΙΙ. ΙΙ. Παθητ., ἄστη δέ τε πυρπόλα θήσει, θὰ καταστρέψῃ διὰ τοῦ [[πυρός]], Χρησμ. παρὰ Φλέγωνι περὶ Θαυμ. 3. σ. 49. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ravage par le feu;<br /><b>2</b> dévasté par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[πολέω]]. | |||
}} | }} |