Anonymous

πυρπόλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρπόλος''': ὁ διὰ πυρὸς καταστρέφων, κεραυνὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 640· πρβλ. [[πυρπολέω]] ΙΙ. ΙΙ. Παθητ., ἄστη δέ τε πυρπόλα θήσει, θὰ καταστρέψῃ διὰ τοῦ [[πυρός]], Χρησμ. παρὰ Φλέγωνι περὶ Θαυμ. 3. σ. 49.
|lstext='''πυρπόλος''': ὁ διὰ πυρὸς καταστρέφων, κεραυνὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 640· πρβλ. [[πυρπολέω]] ΙΙ. ΙΙ. Παθητ., ἄστη δέ τε πυρπόλα θήσει, θὰ καταστρέψῃ διὰ τοῦ [[πυρός]], Χρησμ. παρὰ Φλέγωνι περὶ Θαυμ. 3. σ. 49.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ravage par le feu;<br /><b>2</b> dévasté par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[πολέω]].
}}
}}