Anonymous

ἐμβιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβιόω''': μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· [[πέντε]] αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν [[πέντε]] κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι [[μετὰ]] τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4.
|lstext='''ἐμβιόω''': μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· [[πέντε]] αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν [[πέντε]] κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι [[μετὰ]] τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐμβιώσομαι, <i>ao.</i> ἐνεβίωσα, <i>ao.2</i> ἐνεβίων, <i>pf.</i> ἐμβεβίωκα;<br />vivre dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βιόω]].
}}
}}