3,258,250
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμβιόω''': μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· [[πέντε]] αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν [[πέντε]] κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι [[μετὰ]] τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4. | |lstext='''ἐμβιόω''': μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· [[πέντε]] αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν [[πέντε]] κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι [[μετὰ]] τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐμβιώσομαι, <i>ao.</i> ἐνεβίωσα, <i>ao.2</i> ἐνεβίων, <i>pf.</i> ἐμβεβίωκα;<br />vivre dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βιόω]]. | |||
}} | }} |