Anonymous

φαίδιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαίδιμος''': -ον, καὶ η, ον Πινδ. Π. 4. 51, Ν. 1. 101· [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τῷ θηλ.· (ἴδε φάω)· ― [[λαμπρός]], [[στιλπνός]], λάμπων, ἀποστίλβων, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος [[κυρίως]] ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν κοινὴν χρῆσιν τοῦ ἐλαίου παρὰ τοῖς παλαιοῖς εἰς ἀλοιφὴν [[αὐτοῦ]], [[φαίδιμος]] [[ὦμος]] Ὀδ. Λ. 128, Πινδ. Ο. 1. 41· γυῖα Ἰλ. Ζ. 27, Ἡσ. Θεογ. 492· κόμα Πινδ. Ν. 1. 101· [[πρόσοψις]] ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 51· [[ὡσαύτως]], φαίδ. ἵπποι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 621. 2) ἐπὶ ἡρώων, [[περιφανής]], [[ἔνδοξος]], Λατ. cla?us illust is, φαίδιμ’ Ἀχιλλεῦ Ἰλ. Ι. 434· φαίδιμ’ Ὀδυσσεῦ Ὀδ. Κ. 251· [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ, [[Αἴας]] Ἰλ. Δ. 505, Ε. 617, κλπ. ― Ἡ [[λέξις]] εὕρηται παρὰ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν Ἐπικ. φράσεσι, φαίδιμ’ Ἀχιλλεῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 128) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 992· ἀμφὶ φ. ὤμοις Σοφ. Ἀποσπ. 403· οὕτω, φ. βραχίονες Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φαίδιμος]]· [[ὄνομα]] κύριον. ἢ [[λαμπρός]]. κατὰ ψυχὴν [[ἰσχυρός]]. [[ἐπίσημος]]. [[σπουδαῖος]]», πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. φαιδιμόεντες.
|lstext='''φαίδιμος''': -ον, καὶ η, ον Πινδ. Π. 4. 51, Ν. 1. 101· [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τῷ θηλ.· (ἴδε φάω)· ― [[λαμπρός]], [[στιλπνός]], λάμπων, ἀποστίλβων, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος [[κυρίως]] ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν κοινὴν χρῆσιν τοῦ ἐλαίου παρὰ τοῖς παλαιοῖς εἰς ἀλοιφὴν [[αὐτοῦ]], [[φαίδιμος]] [[ὦμος]] Ὀδ. Λ. 128, Πινδ. Ο. 1. 41· γυῖα Ἰλ. Ζ. 27, Ἡσ. Θεογ. 492· κόμα Πινδ. Ν. 1. 101· [[πρόσοψις]] ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 51· [[ὡσαύτως]], φαίδ. ἵπποι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 621. 2) ἐπὶ ἡρώων, [[περιφανής]], [[ἔνδοξος]], Λατ. cla?us illust is, φαίδιμ’ Ἀχιλλεῦ Ἰλ. Ι. 434· φαίδιμ’ Ὀδυσσεῦ Ὀδ. Κ. 251· [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ, [[Αἴας]] Ἰλ. Δ. 505, Ε. 617, κλπ. ― Ἡ [[λέξις]] εὕρηται παρὰ τοῖς Τραγ. μόνον ἐν Ἐπικ. φράσεσι, φαίδιμ’ Ἀχιλλεῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 128) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 992· ἀμφὶ φ. ὤμοις Σοφ. Ἀποσπ. 403· οὕτω, φ. βραχίονες Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φαίδιμος]]· [[ὄνομα]] κύριον. ἢ [[λαμπρός]]. κατὰ ψυχὴν [[ἰσχυρός]]. [[ἐπίσημος]]. [[σπουδαῖος]]», πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. φαιδιμόεντες.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> brillant d’huile ; brillant de force <i>en parl. du corps, des membres</i>;<br /><b>2</b> beau, magnifique ; <i>sel. d’autres</i> glorieux, illustre.<br />'''Étymologie:''' [[φαίνω]].
}}
}}