Anonymous

χλοητόκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλοητόκος''': -ον, ὁ τίκτων, παράγων νέους βλαστούς, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 45.
|lstext='''χλοητόκος''': -ον, ὁ τίκτων, παράγων νέους βλαστούς, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 45.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui engendre une verdure nouvelle.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]], [[τίκτω]].
}}
}}