Anonymous

ὑπνώω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπνώω''': κατὰ τύπον Ἐπικ. τοῦ ὑπνάω ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν εὑρίσκεται)· κατ’ ἔννοιαν = [[ὑπνόω]] ΙΙ ἢ [[ὑπνώσσω]], κοιμῶμαι, τοὺς δ’ [[αὖτε]] καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 344. Ὀδ. Ε. 48., Ω. 4, Μόσχ. 2. 24· ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Κόϊντ. Σμυρν. 1. 191· μεταφ., ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἀστέρες ὑπνώουσι Κόλουθ. 342.
|lstext='''ὑπνώω''': κατὰ τύπον Ἐπικ. τοῦ ὑπνάω ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν εὑρίσκεται)· κατ’ ἔννοιαν = [[ὑπνόω]] ΙΙ ἢ [[ὑπνώσσω]], κοιμῶμαι, τοὺς δ’ [[αὖτε]] καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 344. Ὀδ. Ε. 48., Ω. 4, Μόσχ. 2. 24· ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Κόϊντ. Σμυρν. 1. 191· μεταφ., ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἀστέρες ὑπνώουσι Κόλουθ. 342.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />dormir.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]].
}}
}}