Anonymous

ἐπίστασις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίστᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐφίστημι]]) «σταμάτημα», [[ἔμφραξις]], [[ἐπίσχεσις]], τῆς κοιλίης, τοῦ οὔρου Ἱππ. 195Ε, 76Ε· ἐπ. αἵματος, «σταμάτημα» τοῦ αἵματος, ὁ αὐτ. 380. 15· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 1. 2) βία, [[ὁρμή]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1. ΙΙ. (ἐφίσταμαι) «σταμάτημα», στάσιμον, τοῦ στρατεύματος Ξεν. Ἀν. 2. 4, 26· φροντίδων ἐπιστάσεις, στάσιμον διαλογισμῶν, ἀνήσυχοι διαλογισμοί, Σοφ. Ἀντ. 225· ἀντίθετον τῷ [[κίνησις]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 21, κ. ἀλλ. 2) τὸ ἵστασθαι πρὸς ἐξέτασιν, [[παρατήρησις]], [[προσοχή]], ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 17· τοῦτ’ ἄξιον ἐπιστάσεως ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 4, 7· [[μετὰ]] ἐπ. ὁ αὐτ. περὶ Ἀτομ. Γραμμ. 18· ἐπ. γίγνεταί τινος Πολύβ. 8. 30, 13· [[ἄξιος]] ἐπιστάσεως ὁ αὐτ. 11. 2, 4· ἄγειν τινὰ εἰς ἐπ. ὁ αὐτ. 9. 22, 7· ἐξ ἐπ., προσεκτικῶς, [[μετὰ]] προσοχῆς, ὁ αὐτ. 3. 58, 3· [[ἄξιος]] ἐπ. ὁ αὐτ. 11. 2, 4. 3) = [[ἐπιστασία]] ΙΙ, Διόδ. 14. 82· ἐπ. ἔργων, [[ἐπίβλεψις]], [[ἐποπτεία]], [[ἐπιτήρησις]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2: ― [[ἴσως]] ἔχει ταύτην τὴν ἔννοιαν ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. ια΄, 28. 4) [[ἀρχή]], [[ἔναρξις]], ἐπ. ποιεῖσθαι ἀπό..., Πολύβ. 1. 12, 6· ἡ ἐπ. τῆς ἱστορίας ὁ αὐτ. 2. 71, 7· τῆς κακίας Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ϛ΄, 3). 5) [[ἀφρός]], Ἱππ. Ἀφ. 1259. 6) [[θέσις]], τὴν ἐπ. ἐπ’ ἀλλήλοις ἔχειν, ἐπὶ πλοίων, Πολύβ. 1. 26, 12. ΙΙΙ. ἴδε [[ἐπισύστασις]].
|lstext='''ἐπίστᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐφίστημι]]) «σταμάτημα», [[ἔμφραξις]], [[ἐπίσχεσις]], τῆς κοιλίης, τοῦ οὔρου Ἱππ. 195Ε, 76Ε· ἐπ. αἵματος, «σταμάτημα» τοῦ αἵματος, ὁ αὐτ. 380. 15· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 1. 2) βία, [[ὁρμή]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1. ΙΙ. (ἐφίσταμαι) «σταμάτημα», στάσιμον, τοῦ στρατεύματος Ξεν. Ἀν. 2. 4, 26· φροντίδων ἐπιστάσεις, στάσιμον διαλογισμῶν, ἀνήσυχοι διαλογισμοί, Σοφ. Ἀντ. 225· ἀντίθετον τῷ [[κίνησις]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 21, κ. ἀλλ. 2) τὸ ἵστασθαι πρὸς ἐξέτασιν, [[παρατήρησις]], [[προσοχή]], ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 17· τοῦτ’ ἄξιον ἐπιστάσεως ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 4, 7· [[μετὰ]] ἐπ. ὁ αὐτ. περὶ Ἀτομ. Γραμμ. 18· ἐπ. γίγνεταί τινος Πολύβ. 8. 30, 13· [[ἄξιος]] ἐπιστάσεως ὁ αὐτ. 11. 2, 4· ἄγειν τινὰ εἰς ἐπ. ὁ αὐτ. 9. 22, 7· ἐξ ἐπ., προσεκτικῶς, [[μετὰ]] προσοχῆς, ὁ αὐτ. 3. 58, 3· [[ἄξιος]] ἐπ. ὁ αὐτ. 11. 2, 4. 3) = [[ἐπιστασία]] ΙΙ, Διόδ. 14. 82· ἐπ. ἔργων, [[ἐπίβλεψις]], [[ἐποπτεία]], [[ἐπιτήρησις]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2: ― [[ἴσως]] ἔχει ταύτην τὴν ἔννοιαν ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. ια΄, 28. 4) [[ἀρχή]], [[ἔναρξις]], ἐπ. ποιεῖσθαι ἀπό..., Πολύβ. 1. 12, 6· ἡ ἐπ. τῆς ἱστορίας ὁ αὐτ. 2. 71, 7· τῆς κακίας Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ϛ΄, 3). 5) [[ἀφρός]], Ἱππ. Ἀφ. 1259. 6) [[θέσις]], τὴν ἐπ. ἐπ’ ἀλλήλοις ἔχειν, ἐπὶ πλοίων, Πολύβ. 1. 26, 12. ΙΙΙ. ἴδε [[ἐπισύστασις]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de se tenir au-dessus, <i>d’où</i><br /><b>1</b> action de se tenir sur, de surnager;<br /><b>2</b> action de se tenir au-dessus d’un point fixe ; arrêt;<br /><b>II.</b> action de se placer sur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> action de toucher à, d’aborder ; <i>fig.</i> début, commencement;<br /><b>2</b> attention;<br /><b>3</b> attente : φροντίδων ἐπιστάσεις SOPH causes d’arrêt motivées par l’inquiétude;<br /><b>4</b> surveillance, examen : ἔργων XÉN de travaux, d’entreprises;<br /><b>III.</b> action de se tenir auprès de;<br /><b>IV.</b> action de se porter vers <i>ou</i> contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφίστημι]].
}}
}}