Anonymous

μαγεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰγεύω''': εἶμαι μάγος ἢ [[ἔμπειρος]] εἰς μαγικὴν σοφίαν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3 καὶ 6, Φιλόστρ. 4· μεταχειρίζομαι μαγικὰ τεχνάσματα, κατάγειν τὸν Δία μαγεύσαντας Πλουτ. Νουμ. 15· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[μέλη]] μ., ᾄδω μαγικὰς ἐπῳδάς, Εὐρ. Ι. Τ. 1338. ΙΙ. μεταβ., [[γοητεύω]], ἔμψυχα μαγεύων Ἀνθ. Π. 12. 57, πρβλ. Λουκ. Ὄν. 11· - Παθητ., μαγεύομαι, μαγευόμεναι καὶ μαγεύουσαι Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε, Λουκ. Ὄν. 54. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγεύειν· γοητεύειν. θεραπεύειν Θεούς».
|lstext='''μᾰγεύω''': εἶμαι μάγος ἢ [[ἔμπειρος]] εἰς μαγικὴν σοφίαν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3 καὶ 6, Φιλόστρ. 4· μεταχειρίζομαι μαγικὰ τεχνάσματα, κατάγειν τὸν Δία μαγεύσαντας Πλουτ. Νουμ. 15· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[μέλη]] μ., ᾄδω μαγικὰς ἐπῳδάς, Εὐρ. Ι. Τ. 1338. ΙΙ. μεταβ., [[γοητεύω]], ἔμψυχα μαγεύων Ἀνθ. Π. 12. 57, πρβλ. Λουκ. Ὄν. 11· - Παθητ., μαγεύομαι, μαγευόμεναι καὶ μαγεύουσαι Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε, Λουκ. Ὄν. 54. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγεύειν· γοητεύειν. θεραπεύειν Θεούς».
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐμάγευσα, <i>pf. Pass.</i> μεμάγευμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> être magicien;<br /><b>2</b> user de moyens magiques, accomplir des opérations magiques;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> charmer par des sortilèges.<br />'''Étymologie:''' [[μάγος]].
}}
}}