3,277,206
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρονημᾰτίζομαι''': Παθ., [[γίνομαι]] [[φρονηματίας]], [[ὑψηλόφρων]] ἢ ἀλαζών, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5· φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων [[αὐτόθι]] 8. 6, 11· πεφρονηματισμένοι διὰ τι [[αὐτόθι]] 3. 13, 19., 5. 7, 2· ἐπί τινι Πολύβ. 22. 8, 8, Διόδ.· φρον., ὅτι..., φρονῶ, [[νομίζω]], φαντάζομαι ὅτι..., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 48. | |lstext='''φρονημᾰτίζομαι''': Παθ., [[γίνομαι]] [[φρονηματίας]], [[ὑψηλόφρων]] ἢ ἀλαζών, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5· φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων [[αὐτόθι]] 8. 6, 11· πεφρονηματισμένοι διὰ τι [[αὐτόθι]] 3. 13, 19., 5. 7, 2· ἐπί τινι Πολύβ. 22. 8, 8, Διόδ.· φρον., ὅτι..., φρονῶ, [[νομίζω]], φαντάζομαι ὅτι..., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 48. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’enorgueillir.<br />'''Étymologie:''' [[φρόνημα]]. | |||
}} | }} |