Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπτύσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπτύσσω''': [[πτύσσω]], διπλώνω [[ὁμοῦ]], διπλώνω καὶ θέτω κατὰ [[μέρος]], Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450.
|lstext='''συμπτύσσω''': [[πτύσσω]], διπλώνω [[ὁμοῦ]], διπλώνω καὶ θέτω κατὰ [[μέρος]], Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450.
}}
{{bailly
|btext=plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πτύσσω]].
}}
}}