Anonymous

δυσμίμητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμίμητος''': [ῑ], -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ μιμηθῇ τις, Διόδ. 1. 61, Λουκ. Ἀλεξ. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 3187.
|lstext='''δυσμίμητος''': [ῑ], -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ μιμηθῇ τις, Διόδ. 1. 61, Λουκ. Ἀλεξ. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 3187.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à imiter, à contrefaire.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μιμέομαι]].
}}
}}