3,274,917
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῑγεδᾰνός''': -ή, -όν, [[κυρίως]] ὁ κάμνων τινὰ νὰ ἀνατριχιάσῃ ἐκ τοῦ ψύχους, [[παγετώδης]], παρ’ Ὁμήρῳ μόνον μεταφορ., ῥιγεδανὴ Ἑλένη, ἧς τὸ [[ὄνομα]] προξενεῖ φρίκην, φρικτή, χαλεπή, Ἰλ. Τ. 325˙ οὕτω, ῥ. [[γῆρυς]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1343, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 37˙ μοῖραν ῥιγεδανοῦ βιότου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 191. 6˙ - ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ῥ. πηγυλὶς Ἀνθ. Π. 9. 384. (Περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. ἠπεδανός, [[μηκεδανός]], [[οὐτιδανός]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιγεδανῆς˙ φρικώδους, χαλεπῆς, κακίστης, φοβερᾶς». | |lstext='''ῥῑγεδᾰνός''': -ή, -όν, [[κυρίως]] ὁ κάμνων τινὰ νὰ ἀνατριχιάσῃ ἐκ τοῦ ψύχους, [[παγετώδης]], παρ’ Ὁμήρῳ μόνον μεταφορ., ῥιγεδανὴ Ἑλένη, ἧς τὸ [[ὄνομα]] προξενεῖ φρίκην, φρικτή, χαλεπή, Ἰλ. Τ. 325˙ οὕτω, ῥ. [[γῆρυς]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1343, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 37˙ μοῖραν ῥιγεδανοῦ βιότου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 191. 6˙ - ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ῥ. πηγυλὶς Ἀνθ. Π. 9. 384. (Περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. ἠπεδανός, [[μηκεδανός]], [[οὐτιδανός]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιγεδανῆς˙ φρικώδους, χαλεπῆς, κακίστης, φοβερᾶς». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui fait frissonner de crainte, qui inspire l’horreur.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]]. | |||
}} | }} |