Anonymous

εὔαρκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔαρκτος''': -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, [[πειθήνιος]], ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον [[στόμα]], ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.
|lstext='''εὔαρκτος''': -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, [[πειθήνιος]], ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον [[στόμα]], ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]].
}}
}}