3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπλαστός''': -όν, ὁ καταπλασσόμενος, ἐπιτιθέμενος ὡς [[κατάπλασμα]], καταπλαστὸν [[φάρμακον]]= [[κατάπλασμα]], [[φάρμακον]] κατ. ἐνεχείρισε τρίβειν, [[τρεῖς]] κεφαλὰς σκορόδων Ἀριστοφ. Πλ. 717· [[ὅπου]] ὁ Σχολ. σημειοῖ [[τρία]] εἴδη φαρμάκων, τὰ καταπλαστὰ (καταπλασσόμενα), τὰ χριστὰ (χριόμενα) καὶ τὰ πιστὰ (=πινόμενα). ΙΙ. μεταφ., [[προσποιητός]], [[πλαστός]], ἐψιμυθιωμένος, Λατ. fucatus, τὸ κ. σου, αἱ προσποιήσεις σου, τὰ καμώματά σου, Μένανδ. ἐν «Μισουμ.» 9· κ. [[βαρύτης]] Πλούτ. 3, 44Α. | |lstext='''καταπλαστός''': -όν, ὁ καταπλασσόμενος, ἐπιτιθέμενος ὡς [[κατάπλασμα]], καταπλαστὸν [[φάρμακον]]= [[κατάπλασμα]], [[φάρμακον]] κατ. ἐνεχείρισε τρίβειν, [[τρεῖς]] κεφαλὰς σκορόδων Ἀριστοφ. Πλ. 717· [[ὅπου]] ὁ Σχολ. σημειοῖ [[τρία]] εἴδη φαρμάκων, τὰ καταπλαστὰ (καταπλασσόμενα), τὰ χριστὰ (χριόμενα) καὶ τὰ πιστὰ (=πινόμενα). ΙΙ. μεταφ., [[προσποιητός]], [[πλαστός]], ἐψιμυθιωμένος, Λατ. fucatus, τὸ κ. σου, αἱ προσποιήσεις σου, τὰ καμώματά σου, Μένανδ. ἐν «Μισουμ.» 9· κ. [[βαρύτης]] Πλούτ. 3, 44Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sert à enduire, <i>particul.</i> qu’on applique comme un emplâtre;<br /><b>2</b> fardé ; <i>fig.</i> feint, peu naturel.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταπλάσσω]]. | |||
}} | }} |