Anonymous

μνααῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνᾱαῖος''': -α, -ον, ἔχων τὸ βάρος μιᾶς μνᾶς, λίθοι Ξεν. Ἱππ. 4, 4, Ἱππαρχ. 1, 16, Διόδ. 19. 109, κτλ· ἐπὶ [[κυβείας]], ἐν ᾗ διακυβεύεται μία μνᾶ, [[τρῆμα]] μνααῖον Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5· - [[ὡσαύτως]] μνᾱϊαῖος, α, ον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 4, 4, - ἐσχηματισμένον ὡς τὸ [[ταλαντιαῖος]], κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 552· - καὶ μναῖος ἢ μνάϊος, α, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15. 6.
|lstext='''μνᾱαῖος''': -α, -ον, ἔχων τὸ βάρος μιᾶς μνᾶς, λίθοι Ξεν. Ἱππ. 4, 4, Ἱππαρχ. 1, 16, Διόδ. 19. 109, κτλ· ἐπὶ [[κυβείας]], ἐν ᾗ διακυβεύεται μία μνᾶ, [[τρῆμα]] μνααῖον Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5· - [[ὡσαύτως]] μνᾱϊαῖος, α, ον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 4, 4, - ἐσχηματισμένον ὡς τὸ [[ταλαντιαῖος]], κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 552· - καὶ μναῖος ἢ μνάϊος, α, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15. 6.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui pèse une mine;<br /><b>2</b> qui vaut une mine.<br />'''Étymologie:''' [[μνᾶ]].
}}
}}