Anonymous

ἰοχέαιρα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰοχέαιρα''': ἡ, ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ε. 53, κλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., Ἰοχέαιρα = Ἄρτεμις, Ἰλ. Φ. 480, Ὀδ. Λ. 198· - βραδύτερον, ἰοχ. [[φαρέτρα]] Ἀνθ. Π. 6. 9. ΙΙ. (ἰός ΙΙ. 2) ἡ χύνουσα ἰόν, δηλητήριον, «Νίκανδρος ὁ [[Κολοφώνιος]] ἰοχέαιραν τὴν ἀσπίδα τὸ [[ζῷον]] (εἶπε)» Ἀθήν. 99Β. (Τὸ δεύτερον [[μέρος]] τῆς λέξεως [[εἶναι]]: -χέϝαιρα, ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς √ΧΕϜ ἤ ΧΕΥ, χέω, [[οὐχί]], ὡς κοινῶς νομίζεται, ἐκ [[χαίρω]]). ῑ ὡς ἐν τῷ ἰός· ἀλλ’ [[ὅμως]] ῐ ἐν Πινδ. Π. 2. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰοχέαιρα]]· [[τοξοφόρος]]. ἤ ἰοὺς χέουσα. ἢ ἰσχυρά. ἢ βέλεσι χαίρουσα».
|lstext='''ἰοχέαιρα''': ἡ, ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ε. 53, κλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., Ἰοχέαιρα = Ἄρτεμις, Ἰλ. Φ. 480, Ὀδ. Λ. 198· - βραδύτερον, ἰοχ. [[φαρέτρα]] Ἀνθ. Π. 6. 9. ΙΙ. (ἰός ΙΙ. 2) ἡ χύνουσα ἰόν, δηλητήριον, «Νίκανδρος ὁ [[Κολοφώνιος]] ἰοχέαιραν τὴν ἀσπίδα τὸ [[ζῷον]] (εἶπε)» Ἀθήν. 99Β. (Τὸ δεύτερον [[μέρος]] τῆς λέξεως [[εἶναι]]: -χέϝαιρα, ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς √ΧΕϜ ἤ ΧΕΥ, χέω, [[οὐχί]], ὡς κοινῶς νομίζεται, ἐκ [[χαίρω]]). ῑ ὡς ἐν τῷ ἰός· ἀλλ’ [[ὅμως]] ῐ ἐν Πινδ. Π. 2. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰοχέαιρα]]· [[τοξοφόρος]]. ἤ ἰοὺς χέουσα. ἢ ἰσχυρά. ἢ βέλεσι χαίρουσα».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>adj. f.</i><br />qui lance des traits (Artémis) ; ἡ Ἰοχέαιρα IL la déesse qui lance des traits (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[ἰός]], [[χέω]].
}}
}}