3,274,216
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιβρός''': -ά, -όν, ([[λείβω]]) [[δίυγρος]], στάζων ἐκ τῆς πολλῆς ὑγρασίας, Ἀνθ. Π. 15. 25· πρβλ. [[λιβηρός]]. ΙΙ. [[σκοτεινός]], [[κατηφής]], πιθ. ὡς ἐκ τῶν νεφῶν τῶν ἀπειλούντων βροχήν, νὺξ Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49· ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. σ. 242, καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. κατὰ τὸν Φώτιον· πρβλ. [[λιμβρός]]. | |lstext='''λιβρός''': -ά, -όν, ([[λείβω]]) [[δίυγρος]], στάζων ἐκ τῆς πολλῆς ὑγρασίας, Ἀνθ. Π. 15. 25· πρβλ. [[λιβηρός]]. ΙΙ. [[σκοτεινός]], [[κατηφής]], πιθ. ὡς ἐκ τῶν νεφῶν τῶν ἀπειλούντων βροχήν, νὺξ Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49· ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. σ. 242, καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. κατὰ τὸν Φώτιον· πρβλ. [[λιμβρός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui coule goutte à goutte, humide de rosée;<br /><b>2</b> humide, froid, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[λίβος]]. | |||
}} | }} |