3,274,216
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωνή''': ἡ, ἴδε ἐν λ. φάω· ― ὡς καὶ νῦν, [[φωνή]], [[κυρίως]] ὁ [[ἦχος]] ὁ διὰ τοῦ λάρυγγος παραγόμενος, φωνὴ [[εἴτε]] τῶν ἀνθρώπων [[εἴτε]] ἄλλου τινὸς ζῴου ἔχοντος πνεύμονας καὶ λάρυγγα, (ἡ φωνὴ [[ψόφος]] τίς ἐστιν ἐμψύχου Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 8, 14, πρβλ. 18, περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1, περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 5)· [[ἐνίοτε]] ἀντίκειται τῷ [[φθόγγος]] (ἴδε [[φθόγγος]] ΙΙ.). 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων (πρβλ. [[διάλεκτος]] ΙΙ. 1), [[φωνή]], Λατ. vox, πρῶτον παρ’ Ὁμ. φ. ἄρρηκτος Ἰλ. Β. 490· ἀτειρέα φ. Ρ. 555· φωνὴ δὲ οἱ αἰθέρ’ ἵκανεν, περὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς τοῦ Αἴαντος, Ο. 686· ἐπὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς πολλῶν ἀνθρώπων, ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ δεινόν ἀϋσάντων Ξ. 400· φ. ἀνθρωπηίη Ἡρόδ. 2. 55· ἡ φ. τῶν γυναικῶν ὁ αὐτ. 4, 114· αἱ φωναί, ὁ [[θόρυβος]] τῶν ἀγοραίων, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 2. 3· κλπ.· ὁ [[τόνος]] τῆς φ. Ξεν. Κυνηγ. 6, 20, πρβλ. Δημ. 319. 12, Αἰσχίνης 83· ἐν τέλει αἱ διάφοροι παραλλαγαὶ αὐτῆς ἥτις διακρίνεται ὡς [[ὀξεῖα]], βαρεῖα, τραχεῖα, Πλάτ. Τίμ. 67Α φ. μαλακὴ Ἀριστ. Νεφ. 979· μιαρά, ἀναιδὴς Ἱππεῖς 218, 678· ― [[μετὰ]] ῥημάτων, φωνὴν ῥηγνύναι, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rumpere vocem, Ἡρόδ. 1. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 357· φ. ἱέναι, vocem edere, Ἡρόδ. 2. 2., 4. 23, Πλάτ., κλπ.· ἀφιέναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1295· προΐεσθαι Αἰσχίνης 31. 20· ἀρθροῦν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· διαρθροῦσθαι Πλάτ. Πρωτ. 322Α· ἐντείνεσθαι Αἰσχίνης 49. 15· ἐπαίρειν Δημ. 449. 14· ― φωνῇ, μὲ τὴν φωνήν του, μεγαλοφώνως, Ἰλ. Γ. 161, Πινδ. Π. 9. 49, Λυσίας 107. 38· μιᾷ φ., μὲ μίαν φωνήν, ὁμοφώνως, Λουκ. Νιγρ. 14· πληθ., αἱ φωναί, αἱ παραλλαγαί, οἱ τόνοι τῆς φωνῆς, Πλάτ. Γοργ. 474Ε· σχήμασι καὶ φωναῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 14· ― παροιμ., φωνῇ ὁρᾷν, ἐπὶ τυφλοῦ (πρβλ. [[φατίζω]]), Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 137· πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέναι, δηλ. ποιεῖσθαι χρῆσιν παντὸς μέσου, Πλάτ. Νόμ. 890D, πρβλ. Εὐθύδ. 293Α· οὕτω, πάσας ἀφιέναι φωνὰς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 475Α, Δημ. 293. 12, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 341. 2) [[ὡσαύτως]] ἡ φωνὴ ἢ κραυγὴ τῶν ζῴων, οἶον χοίρων, κυνῶν, βοῶν, Ὀδ. Κ. 239, Μ. 86, 396· τῶν ὄνων, Ἡρόδ. 4. 129· τῆς ἀηδόνος, Ὀδ. Τ. 521· [[ἄνθρωπος]] πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Ἀριστ. Προβλ. 10. 38· 3) πᾶσα [[ἔναρθρος]] [[φωνή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄναρθρον ([[ψόφος]]), φ. κωκυμάτων Σοφ. Ἀντιγ. 1206· ταύτης δὲ (δηλ, τῆς φωνῆς) μέρη τό τε φωνῆεν καὶ τὸ ἡμίφωνον καὶ ἄφωνον Ἀριστ. Ποιητ. 20. 2· ― παρὰ μεταγεν. περιωρίσθη ἡ [[λέξις]] νὰ σημαίνῃ τὴν φωνὴν ἢ ἦχον τῶν φωνηέντων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τῶν ἀφώνων, Schäf. εἰς [[Διονύσιον]] Ἁλ. περὶ Σύνθ. σ. 155, Stallb. Πλάτ. Θεαίτ. 203B. Κρατ. 424C. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1· πρβλ. [[φωνέω]] Ι. 4, [[φωνήεις]] 3. 4) ἐπὶ ἤχων παραγομένων ὑπὸ ἀψύχων πραγμάτων, κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, κερκίδος φ. Σοφοκλ. Ἀποσπ. 522· συρίγγων Εὐρ. Τρῳ. 127· αὐλῶν Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 56· σπάνιον τοῦτο παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις, ὀργάνων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἀλλὰ σύνηθες παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἡ φ, τῆς σάλπιγγος Ἑβδ. (Ἔξοδ. Κ΄), 18· βροντῆς ὑδάτων, κλπ. ΙΙ. ἡ [[δύναμις]] τοῦ λαλεῖν, [[λόγος]], Λατ. sermo, εἰ φωνὴν λάβοι Σοφ. Ἡλ. 548· παρέσχε φωνήν τοῖς ἀφωνήτοις τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1283. 2) [[γλῶσσα]], Λατ. lingua, Ἡρόδ. 4. 114, 117, πρβλ. 2. 55. 3) [[εἶδος]] γλώσσης, [[διάλεκτος]], ἀγνῶτα φ. βάρβαρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1051· φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 563· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1397. Θουκ. 6. 5., 7. 57, Ξεν. Κυνηγ. 2, 3, Πλάτ. Ἀπολ. 17Ε· τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 163Β· κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 398D, πρβλ. 409Ε. ΙΙΙ. [[φράσις]], [[λόγος]], [[ῥῆσις]], τὴν Σιμωνίδου φ. Πλάτ. Πρωτ. 341Β· ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Πλούτ. 2. 106Β, πρβλ. 330F, κλπ.· αἱ σκεπτικαὶ φ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 14, κλπ. IV. [[φήμη]], [[λόγος]], Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ΄, 16), Πράξ. Ἀποστ. β΄, 6. | |lstext='''φωνή''': ἡ, ἴδε ἐν λ. φάω· ― ὡς καὶ νῦν, [[φωνή]], [[κυρίως]] ὁ [[ἦχος]] ὁ διὰ τοῦ λάρυγγος παραγόμενος, φωνὴ [[εἴτε]] τῶν ἀνθρώπων [[εἴτε]] ἄλλου τινὸς ζῴου ἔχοντος πνεύμονας καὶ λάρυγγα, (ἡ φωνὴ [[ψόφος]] τίς ἐστιν ἐμψύχου Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 8, 14, πρβλ. 18, περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1, περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 5)· [[ἐνίοτε]] ἀντίκειται τῷ [[φθόγγος]] (ἴδε [[φθόγγος]] ΙΙ.). 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων (πρβλ. [[διάλεκτος]] ΙΙ. 1), [[φωνή]], Λατ. vox, πρῶτον παρ’ Ὁμ. φ. ἄρρηκτος Ἰλ. Β. 490· ἀτειρέα φ. Ρ. 555· φωνὴ δὲ οἱ αἰθέρ’ ἵκανεν, περὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς τοῦ Αἴαντος, Ο. 686· ἐπὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς πολλῶν ἀνθρώπων, ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ δεινόν ἀϋσάντων Ξ. 400· φ. ἀνθρωπηίη Ἡρόδ. 2. 55· ἡ φ. τῶν γυναικῶν ὁ αὐτ. 4, 114· αἱ φωναί, ὁ [[θόρυβος]] τῶν ἀγοραίων, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 2. 3· κλπ.· ὁ [[τόνος]] τῆς φ. Ξεν. Κυνηγ. 6, 20, πρβλ. Δημ. 319. 12, Αἰσχίνης 83· ἐν τέλει αἱ διάφοροι παραλλαγαὶ αὐτῆς ἥτις διακρίνεται ὡς [[ὀξεῖα]], βαρεῖα, τραχεῖα, Πλάτ. Τίμ. 67Α φ. μαλακὴ Ἀριστ. Νεφ. 979· μιαρά, ἀναιδὴς Ἱππεῖς 218, 678· ― [[μετὰ]] ῥημάτων, φωνὴν ῥηγνύναι, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rumpere vocem, Ἡρόδ. 1. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 357· φ. ἱέναι, vocem edere, Ἡρόδ. 2. 2., 4. 23, Πλάτ., κλπ.· ἀφιέναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1295· προΐεσθαι Αἰσχίνης 31. 20· ἀρθροῦν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· διαρθροῦσθαι Πλάτ. Πρωτ. 322Α· ἐντείνεσθαι Αἰσχίνης 49. 15· ἐπαίρειν Δημ. 449. 14· ― φωνῇ, μὲ τὴν φωνήν του, μεγαλοφώνως, Ἰλ. Γ. 161, Πινδ. Π. 9. 49, Λυσίας 107. 38· μιᾷ φ., μὲ μίαν φωνήν, ὁμοφώνως, Λουκ. Νιγρ. 14· πληθ., αἱ φωναί, αἱ παραλλαγαί, οἱ τόνοι τῆς φωνῆς, Πλάτ. Γοργ. 474Ε· σχήμασι καὶ φωναῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 14· ― παροιμ., φωνῇ ὁρᾷν, ἐπὶ τυφλοῦ (πρβλ. [[φατίζω]]), Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 137· πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέναι, δηλ. ποιεῖσθαι χρῆσιν παντὸς μέσου, Πλάτ. Νόμ. 890D, πρβλ. Εὐθύδ. 293Α· οὕτω, πάσας ἀφιέναι φωνὰς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 475Α, Δημ. 293. 12, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 341. 2) [[ὡσαύτως]] ἡ φωνὴ ἢ κραυγὴ τῶν ζῴων, οἶον χοίρων, κυνῶν, βοῶν, Ὀδ. Κ. 239, Μ. 86, 396· τῶν ὄνων, Ἡρόδ. 4. 129· τῆς ἀηδόνος, Ὀδ. Τ. 521· [[ἄνθρωπος]] πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Ἀριστ. Προβλ. 10. 38· 3) πᾶσα [[ἔναρθρος]] [[φωνή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄναρθρον ([[ψόφος]]), φ. κωκυμάτων Σοφ. Ἀντιγ. 1206· ταύτης δὲ (δηλ, τῆς φωνῆς) μέρη τό τε φωνῆεν καὶ τὸ ἡμίφωνον καὶ ἄφωνον Ἀριστ. Ποιητ. 20. 2· ― παρὰ μεταγεν. περιωρίσθη ἡ [[λέξις]] νὰ σημαίνῃ τὴν φωνὴν ἢ ἦχον τῶν φωνηέντων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τῶν ἀφώνων, Schäf. εἰς [[Διονύσιον]] Ἁλ. περὶ Σύνθ. σ. 155, Stallb. Πλάτ. Θεαίτ. 203B. Κρατ. 424C. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1· πρβλ. [[φωνέω]] Ι. 4, [[φωνήεις]] 3. 4) ἐπὶ ἤχων παραγομένων ὑπὸ ἀψύχων πραγμάτων, κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, κερκίδος φ. Σοφοκλ. Ἀποσπ. 522· συρίγγων Εὐρ. Τρῳ. 127· αὐλῶν Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 56· σπάνιον τοῦτο παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις, ὀργάνων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἀλλὰ σύνηθες παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἡ φ, τῆς σάλπιγγος Ἑβδ. (Ἔξοδ. Κ΄), 18· βροντῆς ὑδάτων, κλπ. ΙΙ. ἡ [[δύναμις]] τοῦ λαλεῖν, [[λόγος]], Λατ. sermo, εἰ φωνὴν λάβοι Σοφ. Ἡλ. 548· παρέσχε φωνήν τοῖς ἀφωνήτοις τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1283. 2) [[γλῶσσα]], Λατ. lingua, Ἡρόδ. 4. 114, 117, πρβλ. 2. 55. 3) [[εἶδος]] γλώσσης, [[διάλεκτος]], ἀγνῶτα φ. βάρβαρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1051· φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 563· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1397. Θουκ. 6. 5., 7. 57, Ξεν. Κυνηγ. 2, 3, Πλάτ. Ἀπολ. 17Ε· τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 163Β· κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 398D, πρβλ. 409Ε. ΙΙΙ. [[φράσις]], [[λόγος]], [[ῥῆσις]], τὴν Σιμωνίδου φ. Πλάτ. Πρωτ. 341Β· ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Πλούτ. 2. 106Β, πρβλ. 330F, κλπ.· αἱ σκεπτικαὶ φ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 14, κλπ. IV. [[φήμη]], [[λόγος]], Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ΄, 16), Πράξ. Ἀποστ. β΄, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>A.</b> son ; <i>particul.</i> son clair et fort :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> voix, <i>particul.</i> voix claire et forte;<br /><b>2</b> faculté <i>ou</i> droit de parler, usage de la parole;<br /><b>3</b> cri;<br /><b>4</b> voix dans le chant ; <i>au pl.</i> [[αἱ]] φωναί notes de la voix;<br /><b>5</b> son articulé, <i>particul.</i> voyelle <i>t. de gramm.</i><br /><b>II.</b> voix des animaux :<br /><b>1</b> cri d’un animal;<br /><b>2</b> chant des oiseaux;<br /><b>III.</b> son des instruments;<br /><b>B.</b> langage, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> manière de s’exprimer;<br /><b>2</b> langue propre à un peuple, idiome ; <i>particul.</i> dialecte;<br /><b>3</b> langue propre à une classe d’hommes, <i>particul.</i> langue des orateurs;<br /><b>4</b> maxime, sentence;<br /><b>C.</b> mot, expression.<br />'''Étymologie:''' [[φημί]]. | |||
}} | }} |