Anonymous

φαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰγεῖν''': ἀπαρ. τοῦ [[ἔφαγον]], [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει· κεῖται δὲ ὡς ἀόρ. βϳ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ τῆς √ΦΑΓ παράγονται καὶ τὰ φαγᾶς, φαγός, ἢ [[φάγος]], κλπ.· πρβλ. Σανσκρ. bhaǵ, bhaǵ-âmi (sortiri), bhak-sh (comedere), Ζενδ. baz (disputiri), bagh-as (sors)· ― πρβλ. παρομοίαν σχέσιν σημασιῶν ἐν ταῖς λέξ. [[δαίω]], δαίς). Φαγεῖν, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν παρ’ Ὁμ. [[συχν]].· ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Ὀδ. Σ. 3, πρβλ. Ο. 378· πλεῖστα [[φαγεῖν]] τε καὶ πιεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 78, πρβλ. Πλάτ. Νόμ, 831Ε· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, πιόντα καὶ φαγόντα ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 314Α, πρβλ. Φαίδωνα 81Β, Εὐριπ. Κύκλ. 336 ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συντάσσεται μετ’ αἰτ., Ἰλ. Φ. 127, Ω. 411 καὶ Ἀττ.· [[μετὰ]] γεν., [[φαγεῖν]] [[μέρος]] ἔκ τινος πράγματος, Ὀδ. Ι. 102, Ο. 373, Αἰσχύλ. Ἱκ. 226· ἀπό τινος Ἑβδ. (Γεν. Βϳ, 16). ΙΙ. [[καταβιβρώσκω]], [[καταβροχθίζω]], [[καταναλίσκω]], καταδαπανῶ, Ὀδ. Β. 76. Δ. 33· ― ὑπάρχει καὶ μεταγεν. Ἑλληνιστικὸς [[τύπος]] φάγομαι, Ἑβδ. (Ροὺθ Βϳ, 14), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδϳ, 15· βϳ ἑνικ. φάγεσαι, [[αὐτόθι]] ιζϳ, 8· κεῖται δὲ ἀντὶ ἐνεστ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛϚϳ, 23)· καὶ φαγοῦμαι παρὰ τοῖς αὐτ. (Γέν. Γϳ, 2)· ― ὑπάρχει καὶ ἐνεργ. ἐνεστ. εὐκτ. φαγέοις παρὰ τῷ Ψευδοφωκυλ. 157 (ἀλλ’ ὁ Bgk. διάγοις), μέλλ. φαγήσω, Λιβάν. 3. 124.
|lstext='''φᾰγεῖν''': ἀπαρ. τοῦ [[ἔφαγον]], [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει· κεῖται δὲ ὡς ἀόρ. βϳ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ τῆς √ΦΑΓ παράγονται καὶ τὰ φαγᾶς, φαγός, ἢ [[φάγος]], κλπ.· πρβλ. Σανσκρ. bhaǵ, bhaǵ-âmi (sortiri), bhak-sh (comedere), Ζενδ. baz (disputiri), bagh-as (sors)· ― πρβλ. παρομοίαν σχέσιν σημασιῶν ἐν ταῖς λέξ. [[δαίω]], δαίς). Φαγεῖν, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν παρ’ Ὁμ. [[συχν]].· ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Ὀδ. Σ. 3, πρβλ. Ο. 378· πλεῖστα [[φαγεῖν]] τε καὶ πιεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 78, πρβλ. Πλάτ. Νόμ, 831Ε· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, πιόντα καὶ φαγόντα ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 314Α, πρβλ. Φαίδωνα 81Β, Εὐριπ. Κύκλ. 336 ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συντάσσεται μετ’ αἰτ., Ἰλ. Φ. 127, Ω. 411 καὶ Ἀττ.· [[μετὰ]] γεν., [[φαγεῖν]] [[μέρος]] ἔκ τινος πράγματος, Ὀδ. Ι. 102, Ο. 373, Αἰσχύλ. Ἱκ. 226· ἀπό τινος Ἑβδ. (Γεν. Βϳ, 16). ΙΙ. [[καταβιβρώσκω]], [[καταβροχθίζω]], [[καταναλίσκω]], καταδαπανῶ, Ὀδ. Β. 76. Δ. 33· ― ὑπάρχει καὶ μεταγεν. Ἑλληνιστικὸς [[τύπος]] φάγομαι, Ἑβδ. (Ροὺθ Βϳ, 14), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδϳ, 15· βϳ ἑνικ. φάγεσαι, [[αὐτόθι]] ιζϳ, 8· κεῖται δὲ ἀντὶ ἐνεστ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛϚϳ, 23)· καὶ φαγοῦμαι παρὰ τοῖς αὐτ. (Γέν. Γϳ, 2)· ― ὑπάρχει καὶ ἐνεργ. ἐνεστ. εὐκτ. φαγέοις παρὰ τῷ Ψευδοφωκυλ. 157 (ἀλλ’ ὁ Bgk. διάγοις), μέλλ. φαγήσω, Λιβάν. 3. 124.
}}
{{bailly
|btext=v. [[φαγέω]] et [[ἔφαγον]].
}}
}}