Anonymous

δεητικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεητικός''': ή,όν, διατεθειμένος νὰ ζητήσῃ , Ἀριστ. Ἠθ .Ν.4.3, 32· [[ἱκέτης]],[[ἱκετευτικός]], [[φωνή]] Διόδ. 17.44· [[λόγος]] Πλούτ.Κορ.18.
|lstext='''δεητικός''': ή,όν, διατεθειμένος νὰ ζητήσῃ , Ἀριστ. Ἠθ .Ν.4.3, 32· [[ἱκέτης]],[[ἱκετευτικός]], [[φωνή]] Διόδ. 17.44· [[λόγος]] Πλούτ.Κορ.18.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui demande, suppliant.<br />'''Étymologie:''' [[δέομαι]].
}}
}}