3,273,735
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρονίζω''': μελλ. -ίσω, ἀττ, -ιῶ· ([[χρόνος]])· Ι. ἀμετάβ., δαπανῶ χρόνον, [[διατρίβω]], περὶ Αἴγυπτον Ἡρόδ. 3. 61. 2) διαρκῶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, χρονίζον μένειν, διαμένει ἐπὶ μακρὸν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 847· ἐν τῇ ὑστέρᾳ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 22, 3· ἄν χρονίζωσι [[αὐτόθι]] 4. 10, 4. 3) [[χρονίζω]] δρῶν, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ νὰ [[πράττω]] τι, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Β. 4) χρονοτριβῶ, [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ, κοινῶς «χρονιάζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356, Χο. 64, Θουκ. 9. 49,. 8. 16· κεχρονικότες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπόγυιοι ἐν τῇ ὀργῇ ὄντες, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 12· κεχρονικὼς ἐν Ρώμῃ Πολύβ. 33. 16, 6 μετ’ ἀπαρ., [[βραδύνω]] νὰ πράξω τι, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄ 48. 5) ἐπὶ νοσημάτων, [[γίνομαι]] [[χρόνιος]], Ἱππ. Ἀφορ. 1248. 6) ἐπὶ οἴνου, παλαιοῦμαι, [[γίνομαι]] παλαιὸς, Ἀθήν. 33Α. ΙΙ. Παθ. , ἐπιμηκύνομαι, παρατείνομαι, τῶνδε [[πύστις]] οὐκ ὄκνω χρονίζεται, Αἰσχύλ. Θήβ. 54, πρβλ. Χο. 957· χρονισθέντος πολέμου Ἀνδοκ. 27. 1· [τὴν εὔνοιαν] χρονιζομένην .. φιλίαν γενέσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 5, 3· χρ. ἐν τῷ σώματι, [[διαμένω]], ἐξακολουθῶ, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 13. 1, κλπ. 2) αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», ἡλικιοῦμαι, χρονισθεὶς δ’ ἀπέδειξεν [[ἔθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 727. | |lstext='''χρονίζω''': μελλ. -ίσω, ἀττ, -ιῶ· ([[χρόνος]])· Ι. ἀμετάβ., δαπανῶ χρόνον, [[διατρίβω]], περὶ Αἴγυπτον Ἡρόδ. 3. 61. 2) διαρκῶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, χρονίζον μένειν, διαμένει ἐπὶ μακρὸν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 847· ἐν τῇ ὑστέρᾳ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 22, 3· ἄν χρονίζωσι [[αὐτόθι]] 4. 10, 4. 3) [[χρονίζω]] δρῶν, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ νὰ [[πράττω]] τι, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Β. 4) χρονοτριβῶ, [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ, κοινῶς «χρονιάζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356, Χο. 64, Θουκ. 9. 49,. 8. 16· κεχρονικότες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπόγυιοι ἐν τῇ ὀργῇ ὄντες, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 12· κεχρονικὼς ἐν Ρώμῃ Πολύβ. 33. 16, 6 μετ’ ἀπαρ., [[βραδύνω]] νὰ πράξω τι, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄ 48. 5) ἐπὶ νοσημάτων, [[γίνομαι]] [[χρόνιος]], Ἱππ. Ἀφορ. 1248. 6) ἐπὶ οἴνου, παλαιοῦμαι, [[γίνομαι]] παλαιὸς, Ἀθήν. 33Α. ΙΙ. Παθ. , ἐπιμηκύνομαι, παρατείνομαι, τῶνδε [[πύστις]] οὐκ ὄκνω χρονίζεται, Αἰσχύλ. Θήβ. 54, πρβλ. Χο. 957· χρονισθέντος πολέμου Ἀνδοκ. 27. 1· [τὴν εὔνοιαν] χρονιζομένην .. φιλίαν γενέσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 5, 3· χρ. ἐν τῷ σώματι, [[διαμένω]], ἐξακολουθῶ, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 13. 1, κλπ. 2) αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», ἡλικιοῦμαι, χρονισθεὶς δ’ ἀπέδειξεν [[ἔθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 727. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> χρονίσω, <i>att.</i> χρονιῶ, <i>ao.</i> ἐχρόνισα, <i>pf.</i> κεχρόνικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐχρονίσθην;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> passer le temps;<br /><b>2</b> durer longtemps, rester longtemps;<br /><b>3</b> tarder, être lent, temporiser, remettre, différer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> prolonger longtemps, <i>d’où</i><br /><b>1</b> tirer en longueur ; <i>Pass.</i> être traîné en longueur;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> prendre de l’âge, vieillir.<br />'''Étymologie:''' [[χρόνιος]]. | |||
}} | }} |